ΚΩΣΤΑ Α. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (*1912 - +1958)

ΛΥΓΓΙΑΔΕΣ

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΟΥ ΡΗΜΑΞΑΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ

ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

ΓΙΑΝΝΙΝΑ 1947


Προλεγόμενα


[Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε το Μάη του 1947.]

Η έκδοση του βιβλίου γίνεται χωρίς καμιάν αξίωση, παρά απ'

την επιθυμία να ριχτεί λίγο φως στη τραγωδία των Λυγγιάδων.

Ακόμα δε να προσθέσει ένα Κ α τ η γ ο ρ ώ κοντά στ' άλλα,

στη νέα δίκη της Νυρεμβέργης που δικάζονται οι υπόλοιποι

εγκληματίες πολέμου και μαζύ με αυτούς και ο στρατηγός Λάνζ

διοικητής του 22ου Σώματος Στρατού, που ρήμαξε την Ήπειρο.

Στο δίπτυχο του Κομμένου και της Μουσιωτίτσας μπαίνουν και

οι Λυγγιάδες με τα oγδόντα δύο (81) θύματα τους.

Στις σελίδες αυτές θα ξετυλιχτεί η ζωή ως το μαρτυρικό τους

τέλος, αντικειμενικά με στοιχεία που εξακριβώθηκαν στον τόπο

και επαληθεύτικαν από αξιόπιστες πηγές.

Κώστας Απ. Παπαγεωργίου Δημοδιδάσκαλος

Αφιερώνεται στη μνήμη των αδικοχαμένων θυμάτων των Λυγγιάδων.

Επίσης στη Μνήμη των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης των ηρωικών

Παιδιών που έπεσαν παλεύοντας για το ψωμί του Λαού.




****Γιάννη Τάτση****

****Μπάμπη Τσάρα****

****Γιάννη Φίλιου****




Και οι τρείς μέλη της Εθνικής Αλληλεγγύης πέρασαν μέσα από τα γερμανικά

φυλάκια και μετέφεραν τα πρώτα βοηθήματα στους πυροπαθείς κατοίκους

των Λυγγιάδων σε σακκίδια φορτωμένα στις πλάτες τους τον Οκτώβρη 1943.

Λίγες μέρες μόνο μετά το ολοκαύτωμα.

Πρώτοι και μοναδικοί που πρόστρεξαν στους πυροπαθείς, ξεχασμένοι

από τη Γενική Διοίκηση Ηπείρου αλλά και από το δεσπότη Ιωαννίνων,

τις δύσκολες πρώτες μέρες μετά το έγκλημα.

Εκτελέστηκαν την άνοιξη του 1944 στους άμμους κοντά στο

Αεροδρόμιο των Ιωαννίνων, κάτω από μια βυσινιά. Σήμερα είναι γνωστή

η περοχή σαν Ζουριαδη ή Στάση Λεμονιάς. Στη μνήμη τους o Δήμος ονόμασε

ένα δρόμο εκεί κοντά, σε οδό <<Τάτση -Τσάρα - Φίλιου>>.



ΛΥΓΓΙΑΔΕΣ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Στην Ήπειρο, αντίκρυ από τα Γιάννενα, μια φωνή τόπο, σε μια

πλαγιά του Μιτσικελιού, απλώνεται το χωριουδάκι Λυγγιάδες, απλό

και όμορφο μια φορά, μα τώρα (1945) έρημο και ερειπωμένο.

Οι Γερμανοί πέρασαν κι' απ' εδώ....

Έχει κι αυτό μια κάποια Ιστορία, όπως κάθε πράμα στον κόσμο,

που θα ήταν τριμμένη και χιλιοειπωμένη, αν απ' αυτή δεν ξεπηδούσε

μια ζωντάνια για πάλη, για την κατάχτηση της Ζωής τον καιρό που ο

Ήλιος της Ειρήνης φώτιζε το τόπο τους, ύστερα από το πέρασμα κάθε

μπόρας που το είχε δείρει.

Όπως φαίνεται από μια θύμηση που έγραψε ένας Λυγγιαδίτης παπάς

και μας τη διέσωσε ο καθηγητής Χρ. Σούλης (1) οι Λυγγιάδες είναι

παλιό κεφαλοχώρι, αφού χτίστηκε τον καιρό που πάρθηκαν τα Γιάννενα.

Και είναι αλήθεια γιατί σωζόταν η έκφραση "Καστρινά ξύλα", η

ανάμνηση της πόλης των Γιαννίνων σαν κάστρο. Και κείνο τον καιρό

κάστρο ήταν, γιατί έτσι το πήραν οι Τούρκοι στα 1430, 23 χρόνια

μπροστά απ' το πάρσιμο της Κωνσταντινούπολης, ύστερα από συμφωνία

με τους προύχοντες Γιαννιώτες, να τους παραδώσουν τα κλειδιά και

να μην πάθουν ζημιές.

Το λέει παστρικά ο "Ορισμός του Σινάν Πασά" προς του προύχοντες.

Χτίστηκε λοιπόν για πρώτη φορά το χωριό στη θέση "χώρα" πίσω από

το σημερινό χωριό, κοντά στο καταφύγιο του Ορειβατικού. Το "έξω

χωριό" ήταν στη θέση που είναι σήμερα χτισμένοι οι Λυγγιάδες, και

που ο Βησσαρίωνας βρήκε τότε ερειπωμένες εκκλησιές. Χωράφια έχουν

λίγα στη θέση "χώρα" τα πιο παλιά, λίγα κοντά στο χωριό Στρούνι,

στην πρόσχωση του λάκκου "Μαράφα". Λίγα στη τοποθεσία "Μουτσιάδες",

ψηλά από το Πέραμα, που ήταν το ομώνυμο χωριό, που διαλύθηκε εδώ

και πολλά χρόνια και οι κάτοικοι κατοίκησαν στους Λυγγιάδες.

Αυτό βγαίνει από το ότι ολόκληρη η έκταση ανήκει στους Λυγγιαδίτες,

που την απόχτησαν κληρονομικά από τους προγόνους τους.

Από το διαλυμένο χωριό σώζεται σήμερα(1945)η εκκλησία του

(Αγία Παρασκευή) κάτι άλλα ερείπια, και κοντά στη βρύση μια δεξαμενή,

που με το νερό της κινούσαν οι καλόγεροι ένα μικρό νερόμυλο. Το

χωριό σώζονταν ως το 1670 γιατί το αναφέρει ο Τούρκος Περιηγητής

Εβλιγιά Τσελεμπή.(2) Αναφέρεται δε και στο χρυσόβουλο του

Ανδρόνικου του Ιουλίου 1321, που αφορούσε την Ιερά Μητρόπολη

Ιωαννίνων :


".., στίχοι Bλάχων* οι Μουτζάδες,..."(3) *(Βλάχων ζευγηλατών δουλοπαροίκων)


Τα χωράφια αυτά επειδή είναι όλο πέτρες τα χρησιμοποιούν για βοσκή.

Μονάχα φέτος (1945) καλλιέργησαν οι 10 οικογένειες που μένουν στην

Αγία Παρασκευή σαν άστεγοι από μερικά στρέμματα, που καταστράφηκαν

σχεδόν από την αναβροχιά και την ακρίδα.

Για μια μεγάλη έκταση των Μουτσάδων, βρίσκονται οι Λυγγιαδίτες στα

δικαστήρια με το Δεσπότη, που τους τα πήρε για το μοναστήρι της Βελλάς.

Από το 1909 και ύστερα, έχουν και τα χωράφια του συνοικισμού Καρυές

(παλαιά ονομασία Μουγκλιοί ή Μογκλιοί) που τ' αγόρασαν τότε.

Με λίγα ακόμη χωράφια, που άνοιξαν εδώ κι' εκεί, συμπληρώνεται η

καλλιεργήσιμη έκταση του χωριού, που δίνει κάθε χρόνο με τη βία το ψωμί

στους Λυγγιαδίτες.

Τα λίγα γιδοπρόβατα που βόσκουν στις πλαγιές του Μιτσικελίου, δίνουν

κι' αυτά κάτι για το ρούχο και το φαγητό, μα τη φτώχεια δεν μπορούνε<.p>

να τη διώξουν.

Τα ξένα δέχτηκαν συχνά το Λυγγιαδίτη και βρίσκαμε πολλούς στη Ρουμανία

και αλλού.

Όσοι μένουν όμως ζήτησαν να βρουν κι' αλλού πηγή ζωής στον τόπο τους,

και σαν τέτοια βρήκαν τα ξύλα.

Τον παλιό καιρό, λέει η παράδοση, το Μιτσικέλη ήταν κατάφυτο. Ένας

μεγάλος λόγγος, σκέπαζε όλες τις πλαγιές του και κατέβαινε ως τη λίμνη.

Ο λόγγος αυτός τον καιρό του Βησσαρίωνα ήταν, και απ' αυτό πιστεύω

πως πήρε το χωριό το όνομα, και όχι από το αρχαίο βουνό Λόγγος που ο

Αραβαντινός το ταυτίζει με το Μιτσικέλι (4).

Το λόγγο αυτό τον έκαψε, ο Αλή πασάς για να μην κρύβονται οι κλέφτες

και έτσι έρχονται κοντά στο Κάστρο του. Ίχνη σώζονται στη θέση «Λυκοτόπι»

και μέρος του θα ήταν το δασάκι της Δουραχάνης που καταστράφηκε

απ' τους Γερμανούς και των Μουτσάδων, που το έκαψαν οι Τούρκοι το 1912.

Απ' εκεί έκοβαν τα περίφημα "Καστρινά ξύλα" που ήταν χοντρά και

Καλοκομμένα, τα φέρνανε όπως και σήμερα (4) (1946) στα Γιάννενα (κάστρο

τότε) και τα πουλούσαν για να πάρουν, το λάδι, το αλάτι, το πιπέρι και την

ποδεμή.

Εκτός από τα «καστρινά» έκοβαν και τα «φωτίσια» (προφέρεται φωτίshια)

δηλαδή λιανοκλάδια, σκάρπες και σφάκες, που είναι γιομάτη η πλαγιά του

Μιτσικελιού, για το φούρνο, τη γάστρα, το μεγέρεμα. Κοντά στα ξύλα το

καλοκαίρι, κουβαλούν στα Γιάννινα και χιόνι για τα παγωτά και τα Νοσοκομεία.

Απ’ το χειμώνα το μαζεύει ο αέρας σε ανήλιους λάκκους και το καλοκαίρι,

νύχτα, το βάζουν σε σακιά για να μη "το φάει ήλιος" και το κατεβάζουν

χαράματα στα Γιάννινα.

Έτσι λοιπόν οι Λυγγιαδίτες με τη γη, τα γιδοπρόβατα, τα ξύλα και το

χιόνι, ζούσαν και κυλούσε ήσυχα η ζωή τους, μια ζωή γιομάτη κόπους,

αγώνες και στερήσεις, ως που μία μέρα τους βρήκε η πρώτη μπόρα και

τούς βάρεσε η πανούκλα.

Το ξεκλήρισε το χωριό συθέμελα, το σκόρπισε, το ρήμαξε. Μα ήταν η

πανούκλα "το θανατικό" και όχι η "Νέα τάξη πραγμάτων".

Και το θανατικό πέρασε, όπως και "η Νέα τάξη" και το χωριό ξανάγινε

και οι "καπνοί" (δηλ. τα σπιτικά) του έφτακαν πάλι τους 59 όπως και πρώτα.

Μα ήταν σκόρπιο, εδώ κι' εκεί και για ν’ αντικρίσουν τούς κινδύνους έπρεπε

να είναι όλοι μαζί και η ευκαιρία βρέθηκε με τον ερχομό του Βησσαρίωνα που

εγκαταστάθηκε εκεί και έκανε τον ʼη-Γιώργη, Μοναστήρι.(5)

Το Μοναστήρι λοιπόν αυτό, που με Πατριαρχική απόφαση απαλλάχτηκε από

κάθε χρηματική υποχρέωση προς τη Μητρόπολη των Γιαννίνων, σιγά –σιγά

άρχισε να ξαναπέφτει ύστερα από το θάνατο του Βησσαρίωνα. Το 1876 υπάρχει

ακόμα Γούμενος, που μολογάει πως υπάρχουν πολλά χειρόγραφα που

καταστράφηκαν το 1912. Σήμερα μένουν από το μοναστήρι μερικά τοιχάρια

των κελιών.

Ήρθε ο καιρός του Αλή Πασά. Η Ήπειρος όλη ανάστατη από "τα

εκπολιτιστικά" του έργα! Κοντά στους Λυγγιάδες, στο χωριό Μάζια, φκιάνει

παλάτια για να ξεκαλοκαιριάζει. Τέτοια έκανε κι’ αλλού. Αλλού φκιάνει κάστρα,

αλλού δρόμους, όπως το καλντερίμι Γιάννινα - Μέτσοβο κι' όλα τα πλήρωνε

ο κοσμάκης, με τα δέκατα, τους φόρους, τις αρπαγές και τους εκφοβισμούς.

Μονάχα οι Λυγγιαδίτες τη γλίτωσαν φτηνά. Τι να τους πάρει; δεν είχαν

τίποτε. Μα κι' απ' αυτούς έπρεπε να πάρει κάτι. Και τους ζήτησε ένα

τρουβά χιόνι την ημέρα για τα σερμπέτια του. Και όπως λένε, τίποτα άλλο

δεν πλήρωσαν σ' αυτόν. Έτσι με τον τορβά χιόνι, κύλησαν τον καιρό τους

μα δε στάθηκαν ως το τέλος τυχεροί. Γιατί από το στρατό του Χουρσίτ που

έκλεισε τον Αλή στα Γιάννινα έπαθαν ζημιές.

Να τι λέει ένας Γιαννιώτης σε στίχους, που έζησε εκείνο τον καιρό:

"...Πολέμησαν περίσσια μ' ανδρεία φοβερά (οι σουλτανικοί)

Στο Στρούνι, στους Λυγγιάδες με τόπια τρομερά.

Επήραν τους Λυγγιάδες, φεύγει η Αρβανιτιά.

Επήγαν στις καλύβες και έβαλαν φωτιά..."

Εδώ πρόκειται για τον Ομέρ Βρυώνη που ενώ ήταν στην υπηρεσία του Αλή

και φύλαγε το Δρίσκο, τον κατάφερε ο Δράμαλης με χρήματα να υπηρετήσει

στο Σουλτάνο και παράτησε τον Αλή. Τώρα οι δύο μαζί κάνουν την επιχεί-

ρηση αυτή για να πάρουν το Στρούνι από τους Σουλτανικούς με τον πιστό

του ʼγο Μουχουντράρη που κι' αυτός αργότερα τον πρόδωσε και τον

παράτησε. Έτσι λοιπόν πλήρωσαν και οι Λυγγιαδίτες με τα καλύβια τους

και ποιος ξέρει με τι άλλο τα καμώματα του Αλή.

Πέρασε κι' αυτή η μπόρα και πάλι οι Λυγγιαδίτες ξανάρχισαν την παλιά

τους ζωή, χωράφι, γιδοπρόβατα, ξύλα, χιόνι, μέσα σε καλές και σε κακές

χρονιές. Έτσι στα μέσα σε καλές και σε κακές χρονιές. Έτσι στα 1856

σε θύμηση ένας Λυγγιαδίτης γράφει, "Εδοκιμάσαμε μεγάλη πείνα, και

ακρίβεια.... μεγάλη ακρίδα έπεσε στα σπαρτά και μάλιστα αμπέλια που

έκαμε μεγάλη ζημιά". Και πέρασε κι' αυτό.

"Στα 1858," γράφει, "...1 Γενάρη μεγάλη ξηροπαγιά, δυνατός άνεμος,

κρύο ανυπόφορο, ολόκληρη η λίμνη πάγωσε απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι τέλους

του μηνός, πολύ χιόνι έπεσε στα βουνά και στο χωριό τα σπίτια κλείστηκαν,

η συγκοινωνία διεκόπη, κόσμος πολύς πέθανε απ’ το κρύο."(6)

«Στα 1859," γράφει» 3 Ιουνίου μεγάλη πλημμύρα, χιόνι έπεσε στα βουνά.

Στις 14 Αυγούστου επάγωσε ο τόπος όλος."

Πέρασαν κι' αυτά και άλλα πολλά ακόμα, ώσπου βρίσκομε τους Λυγγιάδες

με σχολειό και με δάσκαλο τον πατέρα του Γυμνασιάρχη Χ. Σούλη. Το σχολείο

αυτό που σώζεται και σήμερα απείραχτο από τους Γερμανούς, τότε

έγινε, στα 1899 ως 1900 μαζί με την εκκλησία του `Αϊ Γιώργη. Το σχολείο

λειτουργούσε πολλά χρόνια πιο μπροστά και από το 1872.

Σήμερα (1945) το σχολείο λειτουργεί με 40 μαθητές και με δάσκαλο τον

Χρήστο Παπά που του έσφαξαν οι Γερμανοί τα 4 παιδιά του. Το σχολείο

και η εκκλησία έγιναν με έξοδα της Κοινότητας όπως λέει και η επιγραφή

της εκκλησίας.(7)

Στο τέμπλο της εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν και ωραία ξυλόγλυπτα

κομμάτια από το παλαιό. Σώζεται δε και μία ωραία εικόνα, "ο Βασιλεύς της

δόξης", αυγοειδής πολύ καλής τέχνης. Απ' έξω είναι στον τοίχο και μια

,p> μικρή πλάκα με τη χρονολογία 1723. Η Κοινότητα για να φκιάσει το

παραπάνω νοίκιασε τις απέραντες βοσκές που έχει στο Μιτσικέλι, που

μπορούν να ξεκαλοκαιριάσουν 6 χιλιάδες πρόβατα ξένα και παραπάνω,

για 5 χρόνια στον Δ. Αράπη τυρέμπορο για 20 χρυσές λίρες το χρόνο.

Με τις 100 λοιπόν χρυσές λίρες και με προσωπική δουλειά τα έκαναν και

τα δύο όμορφα.

Οι Λυγγιάδες ήταν Κεφαλοχώρι, μα ο τόπος δεν τους χωρούσε και

αγόρασαν το συνοικισμό Μογκλιούς (νέο όνομα Καρυδιές) από τον

Αδαμίδη στα 1909 για 1470 λίρες με τα έξοδα και το πλήρωσαν με δόσεις.

Τότε έφυγαν αρκετές οικογένειες και πήγαν και κατοίκησαν εκεί.

Η Κοινότητα έχει αρκετούς πόρους από τα νοίκια των βοσκών.

Στα 1912 - 13 στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, στο χωριό έμειναν δύο

Τούρκικοι λόχοι. Δεν έκανα μεγάλες ζημιές, έκαψα μοναχά το σπίτι του Β.

Σιαφάκα και του άρπαξαν το βιό, γιατί ήταν στο αντάρτικο. Επίσης βρήκαν

και τα αρχεία και χαρτιά του σχολειού και της Κοινότητας που είχε κρύψει

ο δάσκαλος Σούλης στο κοιμητήριο (Καμάρα) και τα κατέστρεψαν.

Τα Γιάννενα λυτρώθηκαν το 1913 και οι Λυγγιάδες βρήκαν κι' αυτοί τη

λευτεριά τους. Το 1919 (7 Αυγούστου) έγιναν Κοινότητα.(8)

Ο Συνοικισμός Μογκλοί μετονομάστηκε Καρυδιές στα 1927. Ενώθηκαν με

τους Λυγγιάδες στις 25/2/1927 και στις 20/3/1939 ξαναενώθηκαν με την

Κοινότητα Καβαλλάρι.

Στα 1923 έκαναν Γεωργικό Πιστωτικό Συνεταιρισμό που λειτουργεί και

σήμερα (1945). Στα 1934 βάζουν μπροστά να φκιάσουν δρόμο που να φτάνει

ως το χωριό, 4 χιλιόμετρα. Η προσπάθεια αυτή μένει στην αρχή γιατί

έπεσε η Κυβέρνηση που υποσχέθηκε την πίστωση (1946). 'Έτσι λοιπόν

τραβώντας σιγά -σιγά το δρόμο της προκοπής, πότε φκιάνοντας το ένα και

πότε το άλλο, με κόπο με δουλειά, με δυσκολίες φτάνουμε στον καιρό που

άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Έστειλε κι' αυτό τα παλικάρια του,

15 όλα κι' όλα να γράψουν κι' αυτά με το αίμα τους τις ηρωικές σελίδες της

Αλβανίας. Γύρισαν όλα μ' ένα τραυματία μαζί, τον Παν. Ρούσικο. Η διάλυση

του ηρωικού στρατού μας είχε γίνει (Απρίλης 1941) και μαζί μ' αυτή πλάκωσε

και Γερμανοϊταλική σκλαβιά στον τόπο.

Κάτω από τα πόδια τους, στο Λάκκο Μαράφα, κοντά στο Στρούνι, καταυλίστηκε

η πρώτη μηχανοκίνητη Γερμανική φάλαγγα που ήρθε από το Μέτσοβο.

Σήμερα (1945) εκεί σώζονται σαν μνημούρια οι βάσεις από τις σκηνές που

είχαν γεμίσει τότε τριγύρω την πλαγιά. Οι Λυγγιαδίτες κατέβηκαν απ' το

χωριό τους και χάζευαν μ' αυτούς.

-«Μωρέ στρατός! Ευρωπαϊκός καημένε!...»

-«Aμ τι, σαν τους δικούς μας...»

Ποιος το φανταζόταν τότε πως ο "ευρωπαϊκός στρατός" θα τους αφάνιζε

σε λίγο. Και "η νέα τάξη πραγμάτων" εγκαταστάθηκε στον τόπο μας,

κουβαλώντας μαζί της σαν κοντοστάθηκε, σαν κομπάρσους περιπλανούμενου

θιάσου τους γκλοριόζους φρατέλλους.

Τη "νέα τους τάξη" τη δοκίμασαν πρώτα τα κοτόπουλα του χωριού. Στο

χωριό έρχονταν ταχτικά και την κάθε τους επίσκεψη τούς την πλήρωναν οι

φωλιές στα κοτέτσια, με τα "όβα" που έπρεπε να είναι φρέσκα. Οι γυναίκες

όμως φύλαγαν τα κλούβια για τους Ιταλιάνους.

Το «βιτέλο» το έπαιρναν με χαρά, κανένα γομαράκι όμως με ενθουσιασμό,

ήταν ο εκλεκτότερος μεζές τους. Ας αφήσουμε που τρία χρόνια δεν ακούσαμε

το τραγούδι από τα ... μπακακάκια της λίμνης, κι' ακόμα (1945) είναι λειψό.

Τα αφάνισαν όλα οι αθεόφοβοι, σαν «πουλιά του νερού»... Χιόνι δεν

ήθελαν αυτοί απ' το χωριό, είχαν τέτοιο αρκετό μεσ' την καρδιά τους.

Οι Γερμανοί ζήταγαν λιγότερα, ήθελαν μονάχα «σνάψ» (ούζο ή ρακί δηλαδή),

ίσως για να τους τα πάρουν όλα μαζί, αργότερα, όπως και τόκαναν.

Ο καιρός έτσι περνούσε, τα πράγματα ζόριζαν, το αντάρτικο είχε

φουντώσει και ο καταχτητής άφησε το «σνάψ» και βάραγε στο ψαχνό.

Δεν χωράτευε πια, ήθελε με την τρομοκρατία να πνίξει το ξεσήκωμα.

Μια βδομάδα μπροστά από το χαλασμό το φυλάκιο που ήταν στο «σέλωμα

Κολίτσι» σκοτώνει την Ελένη Λάππα 60 χρονών στη θέση «Λούκοβο»

κάτω από το χωριό, που πήγαινε στα Γιάννινα με ξύλα. Ο Χάρος είχε

χτυπήσει πια την πόρτα τους, η αρχή είχε γίνει.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

____________

1. Ηπειρωτικά Χρονικά, 1934, έτος 9ον, σελ. 119. «...πως ευρέθη το χωριό

μας, η ρίζα και οι εκκλησίες του, ΄Αγιος Γεώργιος, ΄Αγιος Νικόλαος,

΄Αγιος Δημήτριος, ΄Αγιος Μηνάς και Προφήτης Ηλίας. Αφού ευρέθηκε το

χωριό μας όπως ήταν μετά το πάρσιμο των Τούρκων. Επέρασε πολύ

καιρός κι' ύστερα εβάρεσε η πανούκλα και χάθηκε ο κόσμος και απόμειναν

6 σπίτια μόνον, κι' αυτά τα 6 σπίτια σκόρπισαν, άλλοι στο Κουτσούφλι

στου Κράβαρι, στη Μυγδαλιά, στα παλαιομάντρια, οι Εκκλησίες έπεσαν,

και το χωριό έξω ρήμαξε, διότι απ' την αρχή δύο χωριά βρέθηκαν

εδώ, όμως περνώντας ο καιρός ως 150 χρόνια αφού ερήμαξε το χωριό,

τότε εβγήκε ο Βησσαρίωνας από τα Γιάννινα πού ευρήκε την εκκλη-

σία του ΄Αη-Γεώργη όπου ήταν Εκκλησία του χωριού και την έκτισε ως

Μοναστήριον και τότε εσυμαζώχτικαν και τα 6 σπίτια κοντά στο Μονα-

στήρι όπου ολίγον κατ΄ ολίγον αβγάτισαν ο κόσμος καθώς ευρέθηκε και

γι' αυτό έλαβα ολίγη άδεια και εσήκωσα από το φιρμάνι των Σπαχήδων

και τα εσημείωσα εδώ να ξέρετε χωριανοί πώς ήταν η αρχή του χωριού

μας Λυγγιάδες και όποιος πειράζει το χωριό μας σε τόπους σε σύνορα

και να σας λέγουν ότι το χωριό μας σε τόπους σε σύνορα και να σας

λέγουν ότι το χωριό μας είναι καινούργιο για να σας καταφέρουν να

μας πλακώνουν τους τόπους μας να δίνετε την απόκριση ότι το χωριό

μας είναι παμπάλαιο από τον καιρό του Κωνσταντίνου. Όμως μικροί

και μεγάλοι τηράξατε το παρόν μου και αναγνώσατε το όποιος

ξέρει γράμματα και να νοιώσητε καλά το κάθε λόγο δια να ξέρητε που

περπατάτε ο καθένας και να δίνετε τάς αποκρίσεις σας όπως χρειάζε-

ται.

Το παρόν βιβλίο να το σηκώσουν σε άλλο βιβλίο να βρίσκεται

κατά σειρά διότι ωφελεί το χωριό μας και να το διαβάζητε

συχνά να ξέρουν και τα μικρά παιδιά ακόμη πως βρέθηκε το χωριό

μας.

Στα 1844 Ιουνίου 9 Παπαδημήτρης απ΄ το χωριό Λυγγιάδες- Γράψας

Στα 1453 φανερώνει το φιρμάνι όπου διαβάσαμε και ηύραμε , το

Χωριό μας Λυγγιάδες πως βρέθηκε και πως ήταν στα 1453 όταν πήρε

από τούς Ρωμαίους την Κωνσταντινούπολη ο Σουλτάν Μεχμέτης και

την εζάπωσε με όλους τους τόπους όπου εβασίλευεν ο Τούρκος, έως

την σήμερον και καθώς επήρεν την πόλιν και όσους τόπους εζάπωσε

έστειλε τους σπαγίδες και εμέτρησαν τους καπνούς όπως στα Βιλαέτια

και κασαπάδες ομοίως και στα χωριά και επήγαν τα δεφτέρια τους στο

Βασιλιά στη Πόλη και τα έβαλε στην πλάκα και βρίσκονται την

σήμερον και οι σπαγίδες που έκαμαν την τόση δούλεψη που εμέτρησαν

τους καπνούς, τούς χάρισε να πάρουν φόρο Ρωμιού καισήμι ή δεκατιές

και τον μέτρον που έκαμαν εκείνο το καιρό ήρθαν και στο χωριό μας

Λυγγιάδες και ηύραν καπνούς 59 από του Ρωμιού τα χέρια όπου

ετούρκεψε ο τόπος μας όποιος το διαβάσει το παρόν γράμμα θα δει και

το χωριό μας κάτωθεν όνομα προς όνομα όπως ευρέθηκαν ήτοι :

Γιώργη Πρίκο, Θεοδωρή παιδί του, Γιαν. Πούλιος, Μάνος παιδί του, Στάμο

παιδί του, Γεωργ. Κάντζάς, Μίχο παιδ. Παπαθοδωρής, Στάμο Γιάννη,

Στάθη παιδ., Γιώργο Γιάννη, Γιαν. Τρογιάνος, Δήμο Κολιός,

Γιαν. Νίκος, Νίκος Νίκος, Νικόλας Νίκος, Γιώργο Νίκος, Νίκος Νίκος,

Γιαν. Δήμο, Γεώργο Δήμου, Νίκου Δήμου, Μίχου Ρούπα, Γεώργο Θωμάς,

Μίχο παιδ., Μίχο Γεωργάκης, Γιάννης παιδ., Δήμο ομοίως, Στάμμος

ομοίως, Μήτσης Αλέξης, Νίκος Αλέξης, Μίχος παιδ., Δήμος Αλέξης, Παναγ.

Αλέξης, Στάμμος Αλέξης, Δήμο Νίκος, Νίκος Νίκος, Θεοδωρή Μιχαήλ,

Απόστολος Μιχαήλ, Πάνο Μιχάλης, Δήμος Μιχάλης, Δήμο Νικόλας, Στέφου

Νικόλας, Μίχο επίτροπος Γιαν. Επίτροπος, Κυριάκος Νικόλας, Στάθης

Γιάννης, Αποστ. Στάμμου, Νίκος Μιχάλης, Δήμου Παπάς, Δήμου Γιάννης,

Λάμπρο Γιάννης, Δήμος Μίχος, Γεώργο Νικόλας, Γιώργο Επίτροπος,

Στάμμος Δήμου, Στάθης, Γεώργου, Θεόδωρος Μίχος."

Αι 5 Εκκλησίες του χωριού μας είναι: Ο ΄Αγιος Δημήτριος στη χώρα, ο

΄Αγιος Νικόλας στη χώρα, ΄Αγιος Μηνάς στου Μάη, ο ΄Αγιος Γεώργιος στο

χωριό και ο Προφήτης Ηλίας στο Παληοκκλήσι».


2. Ηπειρωτικά Γράμματα, 1944, τεύχη 7 & 8, σελ.


3. Αραβαντινού, Π., 1856, Χρονογραφία της Ηπείρου, Τόμος Β' σελ. 309.


4. Το 1945 δηλαδή τότε που πρωτογράφηκε το βιβλίο.


5. Ο Βησσαρίωνας Μακρής γεννήθηκε πιο μπροστά από το 1635 στα Γιάννινα

(Ηπειρωτικά Χρονικά 1930, σελ. 30-49) γιατί στα 1645 τον βρίσκουμε

ν' αντιγράφει ένα έργο του δασκάλου του, του Κούρτουλου που σε ηλικία

10 χρονών δε μπορούσε να το κάνει. Θα ήταν πιο μεγάλος τότε και επο-

μένως το 1635 δε μπορεί να είναι η σωστή χρονολογία της γέννησης του.

Στα 1672 σπουδάζει στην Πόλη κοντά στους δασκάλους Μαυροκορδάτο και

Καρυόφυλλη, ίσως ως τα 1675 που ήρθε στα Γιάννενα και ανέλαβε το

Σχολειό του Γκιούμα, που κείνο τον καιρό πρωτοάνοιξε (το σημερινό

«Βαλάνειο» 5ο Δημοτικό). Φαίνεται πως δίδαξε ως τα 1683, που τον

αντικατέστησε στη «Σχολαρχεία» ο Γεωργ. Σουγδουρής άλλος μεγάλος

δάσκαλος κι' αυτός. Ο Βησσαρίωνας τότε έφυγε, ίσως και πεισμωμένος,

γιατί φαίνεται δεν έφυγε από γερατειά, αλλ' ίσως γιατί ο αντικαταστάτης

του τον αναμέρισε με διάφορα μέσα. Τότε αυτός πήγε στους Λυγγιάδες

όπου έκτισε το Μοναστήρι και μάζεψε το χωριό. Εκεί ο Βησσαρίωνας

«ησύχαζε» μελετώντας γράφοντας και ίσως διδάσκοντας. Γιατί βλέπουμε

τον Παϊσιο το μικρό να βρίσκεται μικρός στη Μονή και να γράφει κι'

ένα ποίημα και τον ιερωλογιώτατο Ιάκωβο να φέρουν τον τίτλο (ο δεύ-

τερος μάλιστα το 1749, δηλαδή 50 χρόνια αργότερα) «ο εκ Βησσαρίωνος».

Αυτό δείχνει πως και οι δύο ήταν μαθητές του και μάλιστα ύστερα από

τη Σχολή του Γκιούμα, όταν αυτός βρίσκονταν στους Λυγγιάδες και πως

ο τίτλος αυτός ήταν πολύ τιμητικός. Την ιδέα ότι υπήρχε κάτι σαν διδα-

χτήριο εκεί ψηλά μας τη δυναμώνει και η παρακάτω διήγηση του Αρα-

βαντινού (βλ. Χρονογραφία Β' σελ. 225) του καιρού εκείνου που δεν

την παραδέχονται πολλοί. «Ήρθε στα Γιάννενα στα 1686 ένας δεσπότης

αγράμματος ο Κλίμης από τη Χίο. Τέτοια ήταν η αγραμματοσύνη του πού

οι ``φιλομαθείς`` Γιαννιώτες ήθελαν να παραπονεθούν στο Πατριαρχείο

να τον διώξει. Αυτός τους παρακάλεσε να μη το κάνουν και πήγε και

έμεινε πέντε χρόνια στο Μοναστήρι του ʼϊ Γεώργη των Λυγγιάδων κοντά

στο δάσκαλο το Βησσαρίωνα, που τον έκανε ξεφτέρι και τον γύρισε πίσω

σοφό στα Γιάννενα. Έτσι πήρε πάλι τη διοίκηση της Μητρόπολης στα

χέρια του που ως τότε την είχε ο Πρωτοσύγκελος. Όταν στο 1704 ο

Μητροπολίτης πήγε στην Πόλη δι' επαρχιακάς υποθέσεις εκίνησε τον

θαυμασμό των φίλων του δια την μεγάλη παιδία ην κατείχε.» Έτσι

λοιπόν ο Βησσαρίωνας που είχε μαθητές του δεσποτάδες, ζεί στο Μονα-

στήρι. Λένε πως ήταν και γούμενος του. Παίρνει δε μέρος σε μία θεολο-

γική συζήτηση που άρχισε στα 1699. Στη συζήτηση αυτή πήρε μέρος και

ο Δεσπότης με το μέρος του Βησσαρίωνα και βγήκαν νικημένοι από το Γ.

Σουγδουρή. Με το τέλος της συζήτησης στα 1699 πέθανε και ο Βησσαρίων

και ίσως θάφτηκε στο Μοναστήρι πού πήρε το όνομα του ``του Βησσαρίωνα``

γιατί στα 1899 όταν οι Λυγγιαδήτες χάλασαν την Εκκλησία του ʼϊ

Γιώργη για να τη φκιάσουν μεγαλύτερη, βρέθηκε στα γυναικεία μία

πλάκα που έγραφε "Χαίρεις Βησσαρίων" (Βλ. Ηπειρωτικά Χρονικά, 1934

σελ. 93).


6. Ηπειρωτικά Χρονικά, 1934, σ. 19-21.


7. «Ανηγέρθη Σοι Ναός εις δόξαν μεν του Κυρίου τιμήν δε Σου και μνή-

μην». Πρότερον μεν ο διδάσκαλος Βησσαρίων ο Μακρής ύστερα δε

εν έτει 1705 ο Παϊσιος ο Μικρός νύν δε το τρίτον εν έτει 1899 επί του

Σεβασμιωτάτου Αγίου Ιωαννίνων κ.κ. Γρηγορίου. Η Κοινότης του χωρίου

Λυγγιάδων εκ συνδρομής, Θεού συνεργούντος εγένετο και ο εσωτερικός

του Ναού τούτου διάκοσμος επιτροπευόντων των κ.κ. Παπαγεωργίου, Αθαν.

Κώνστα και Δημ. Γούλα, χειρί δε του Χιονιάδων Κ. Μιλτιάδου, Κ. Ζω-

γράφου, 1902 κατά Μάϊον."


8. Φ.Ε.Κ. αρ. 184/1919

----------------------------------------------------


XΡONIKO


O Χ Α Λ Α Σ Μ Ο Σ


Κυριακή, 3 Οχτώβρη 1943


Ξημέρωσε Κυριακή, μια ηλιόλουστη και λαμπρή μέρα.

Για τους Λυγγιαδίτες στάθηκε μέρα, γι' αλαφρές δουλειές και

τράβηξαν oι περισσότεροι για το ράβδο των καρυδιών που έχουν

στους Μογκλιούς. Ο δρόμος για όσους ξεκίνησαν, δεν ήταν δρόμος

για δουλειά αλλά για λυτρωμό γιατί αυτοί μονάχα γλίτωσαν και

ήταν ευτυχώς αρκετοί. Η μέρα περνούσε και τίποτα δεν έδειχνε

πως μπορούσε να συμβεί κακό . Ως το γιόμα πήγαν όλα καλά. Θάταν

η ώρα μία όταν κάμποσες γυναίκες Λυγγιαδήτισσες, με βαρέλες στα

ζώα τους γεμάτες νερό από τον «Πλίτς» γιατί απάνω στο χωριό δεν

έχουν, ανηφόριζαν πλέκοντας και γνέθοντας. Η χωριάτισσα γυναίκα

δεν αφήνει στιγμή να της πάει χαμένη. Όπου κι' αν βρίσκεται, όπου

κι' αν πάει, κάτι θα βρει ΄να ταράξει τα χέρια της΄, τόχει δε

ντροπή να πάει «έτς».

Πήραν λοιπόν το μονοπάτι και ανηφόρισαν. Εκεί δέχτηκαν τα πρώτα

πυρά από τα πολυβόλα του Νησιού. Εδώ χρειάζεται μία παρένθεση.

Όταν ήρθε η Γκεστάπο στα Γιάννινα, η Ανώτατη Διοίκηση δεν

εγκαταστάθηκε στην πόλη αλλά στο νησί, στο σπίτι του Λάππα από

το μέρος της Ντραμπάτοβας. Εγκατέστησαν υποβρύχια τηλεφωνική γραμμή

με τα Γιάννινα και επικοινωνούσαν με βενζινάκατες. Γι' ασφάλεια

είχαν εγκαταστήσει φυλάκια σε διάφορα μέρη του νησιού με οργανωμένες

θέσεις. Απ' το νησί ασφαλισμένοι έβγαζαν τις περίφημες διαταγές

τους για συλλήψεις και για τα «Ντού».

Τα φυλάκια λοιπόν αυτά (που αυτό τον καιρό φύλαγαν μονάχα την πόλη

από το μέρος του βουνού, γιατί η Γκεστάπο δεν είχε έρθει ακόμη στα

Γιάννινα) βλέποντας τις γυναίκες ν' ανηφορίζουν και παίρνοντας

αφορμή απ' αυτές άρχιζαν να τις βάζουν με αυτόματα και επαναληπτικά.

Οι γυναίκες σκόρπισαν και κρύφτηκανστα γύρω κοτρόνια και δεν έπαθε

καμία τίποτε, ούτε κανένα από τα ζώα του πού

στάλιζαν φορτωμένα όλη την ημέρα. Αυτό ήταν. Αμέσως από τα Γιάννινα ξεκίνησαν

πέντε αυτοκίνητα γιομάτα στρατό με «εντελβάϊς» στο καπέλλο, με δυο νοσοκομειακά

από πίσω και στη στιγμή φάνηκαν να ανηφορίζουν. Μια πήρε το κεντρικό μονοπάτι

του λάκκου (Μαράφα). Η άλλη το λάκκο του γεφυριού με την καμάρα (Σέλλωμα) και

η άλλη πιο πέρα το μονοπάτι που είναι ψηλά από την Ντραμπάτοβα (Φτηλιάς).

Έφτασαν κάποτε ακροβολισμένοι στο χωριό και αμέσως εγκατέστησαν φυλάκια.

Ένα μπροστά από το σχολείο στ' «Αγνάντιο», ένα στον «Πύργο» και άλλο στο

«Λυκοτόπι». Οι άλλοι έζωσαν το χωριό γύρω - γύρω «σαν για χορό» όπως είπε μια,/p>

Λυγγιαδίτισα που γλίτωσε. Το πυροβολικό έβαζε τριγύρω βολές απαγόρευσης για

να μη ξεφύγει κανένας.

Οι Λυγγιαδίτες βλέποντας τους Γερμανούς ν' ανηφορίζουν, πολλοί έφυγαν,

άλλοι δεν τους κατάλαβαν και αιφνιδιάστηκαν. Οι περισσότεροι ιδίως γυναίκες

και παιδιά, μείνανε για να μη βρουν το χωριό έρμο και το κάψουν όπως έκαναν

κι' αλλού. Έτσι οι Γερμανοί έκλεισαν μέσα γυναικόπαιδα και γέρους.

Όταν η ομάδα που πήγαινε στο Λυκοτόπι έφτασε εκεί, έριξε φωτοβολίδα.

Αμέσως οι Ναζί σκόρπισαν στο χωριό, μάζευαν τον κόσμο και τον κουβαλούσαν

μπροστά στο σχολείο. Δεν άφηναν κανέναν στο σπίτι ούτε τα μωρά ακόμα που

υπόχρέωναν τις μάνες να τα παίρνουν. Όσες δεν ήθελαν να κατεβούν τις άρχιζαν

στις κοντακιές και στις κλοτσιές... Μαζεύτηκαν επί τέλους καμιά ενενηνταριά

άτομα, γέροι, γριές, γυναίκες, κοπέλες, παιδιά και μωρά ακόμα ως τριών μηνών,

όσοι ήταν τότε στο χωριό. Τότε όλοι οι Ναζί σκόρπισαν στο χωριό για πλιάτσικο

αφήνοντας δυο τρεις να τους φυλάνε, που ξανάλλαζαν με άλλους που

κατέβαιναν, για να πάνε να πάρουν και αυτοί το μερίδιο τους.

Έτσι και τι δεν κατέβασαν στην αυλή του σχολειού. Ρούχα, γιάμπολες, καρπέτες,

προίκες κοριτσιών, τυριά, βουτύρατα, μαλλιά, καρύδια φρέσκα, αρνιά,

ζυγούρια, κότες, αγγειά χαλκωματένια και ότι άλλο μπορούσε να του χτυπήσει

στο μάτι. Σ' αυτό το μεταξύ, ήρθε και ο αξιωματικός τους. Όταν σκόλασε πια

το πλιάτσικο, άρχισαν να συζητούν στη γλώσσα τους οι αξιωματικοί. Δε βάσταξε

πολύ η συζήτηση και ο επικεφαλής έκανε ένα σημάδι με το χέρι του χωρίς να πει

τίποτε άλλο. Ήξεραν τι θα κάνουν φαίνεται, γιατί μόλις το είδαν ξεχύθηκαν

σε ομάδες από δύο τρεις η κάθε μια και αρπάζοντας από καμιά δεκαριά γυναικόπαιδα

τραβούσαν τον ανήφορο κατά τα σπίτια.

Τούς γέρους τούς πήραν όλους μαζί ξέχωρα και με χτυπήματα με τον υποκόπανο,

κλωτσιές, βρισιές, σπρωξιές τους τράβηξαν τον ανήφορο κατά το σπίτι του

Π. Τσιρίκη. Εκεί μπάζοντάς τους στο κελάρι τους πιστόλιζαν και τους άφηναν.

Σ' αυτό το μεταξύ οι άλλοι τραβούσαν τα γυναικόπαιδα στα κελάρια και τα

θέριζαν με το αυτόματο. ΄Αλλα πήγαιναν στο τόπο, άλλα έπεφταν πληγωμένα

παρασέρνοντας ζωντανά και τα μικρά που κρατούσαν στην αγκαλιά τους. ΄Ολοι

έπεφταν ψηλά σ' αυτά και πλακώνοντας τα, τα έκαναν να σκούζουν. Έρχονταν τότε

πάλι οι Ναζί ακούωντας τους σκουσμούς και γάζωναν το σωρό με τ' αυτόματο. Μια

μάνα πληγωμένη για να κάνη το μικρό της να σωπάσει, μισοσηκώθηκε και το έβαλε

στο βυζί. Περνώντας ένας Γερμανός τη βλέπει ζωντανή και τη σκοτώνει μαζί με

το μικρό. Η στοργή στάθηκε αδύναμη να νικήσει τη βαρβαρότητα. Σε κάθε σπίτι,

αφού έκλειναν τον κόσμο στο κελάρι, το λημούριαζαν κι' ύστερα έβαζαν φωτιά.

Σ' ένα μπουλούκι από γυναικόπαιδα ήταν και ο Νικ. Ρούσκας με τον πατέρα

και τη δίχρονη κοπέλα του την Όλγα στην αγκαλιά. Επειδή γιόμισε το κελάρι

που τους πήγαν και δεν τους χώραγε, τους τράβηξαν σε μια κοντινή αχυροκαλύβα

και τους έμπασαν μέσα. Εκεί τους γύρεψαν λεπτά "πόστα, πόστα". Δεν είχαν να

τους δώσουν και τους πιστόλισαν και τους τρεις. Φεύγοντας έβαλαν φωτιά...

Ο Ν. Ρούσκας όμως δεν είχε χτυπηθεί και σύρθηκε σε μια τρύπα, εκεί όμως θα

τον εύρισκε η φωτιά που προχωρούσε ... και σιγά -σιγά βγήκε και κρύφτηκε σε

μια στοίβα από ξύλα. Ήταν άτυχος όμως γιατί τα ξύλα πήραν κι' αυτά φωτιά και

κινδύνευε να ψηθεί. Σκεπασμένος απ' τον καπνό που τον έγερνε ο θρασκιάς

κατά τη γη, κρύφτηκε πιο πέρα σε μια βατσούνα και καρτερούσε. Όταν ύστερα

από ώρες έφυγαν από το φυλάκιο του «πύργου», βγήκε και γλίτωσε.

Σ' αυτό το μεταξύ στο υπόλοιπο χωριό γινόταν χαλασμός. Τον Β. Λώλη τον

πήραν στο σπίτι του κ. Κατσαρού. Εκεί αφού τον κακοποίησαν, τον έκαψαν με

εμπρηστική σκόνη στο κεφάλι. Η Μαρίνα Παπά βρέθηκε έξω από το σπίτι του

Ρούσκα σουβλισμένη και με κομμένα τα δάκτυλα του χεριού της. Πλάϊ της

ξεψυχούσε και ο γυιός της Στάθης. Εδώ παίχτηκε ένα δράμα που μονάχα η αγάπη

της μάνας μπορεί να πλάσει. Ο Γερμανός θέλησε να τη σπρώξει στο σπίτι που

καίγονταν σαν καμίνι.

Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης κάνει τη γυναίκα να αντισταθεί και

σπρώχνει τον Ούνο πέρα. Αυτός ρίχνεται να της αρπάξει το παιδί απ'

τα χέρια, μα η μάνα παλεύει για να το γλιτώσει. Η στοργή της μάνας

την κάνει θεριό και κοιτάει να ξεσκίσει το βάρβαρο. Αυτός κινδυνεύοντας

να ξεσκιστεί την παρατάει και αρπάζει το ντουφέκι του για να σουβλίσει

την άοπλη γυναίκα. Εκείνη δεν παραδίνεται. Στο ατσάλι του Ναζί

προβάλει τα ροζιασμένα χέρια της και του χουφτιάζει τη λόγχη σπρώχνοντας

την μακριά. Ο Γερμανός για να λευτερώσει το ντουφέκι του, που τού το είχε

σκλαβώσει μια γυναίκα, πυροβολεί και η ηρωϊκή Λυγγιαδήτισσα, χάνειτα

δάχτυλα της που χούφτιαζαν την ατσάλινη λόγχη και πέφτει, αφήνοντας μια

φωνή γιομάτη πόνο και απελπισία. Μαζί της πέφτει και το μικρό της βαριά

πληγωμένο.

Ο Γερμανός βλέποντας τους καταγής τους αφήνει και φεύγει. Η μάνα του είχε

τραβήξει για λίγο ακόμα το σχοινί της ζωής. Οι χωριανοί το βρήκαν ν' αναπνέει

ακόμα, η μάνα τους το παράδωσε με λίγη ζωή, που αυτή μπόρεσε να εξαγοράσει

με τη δική της. Πέθανε σε λίγο από αιμορραγία.

Το μακελειό εξακολουθούσε στο χωριό. Τα μπουλούκια από τα γυναικόπαιδα

βλέποντας τι τα καρτερούσε στα κελάρια, αλαφιασμένα κοιτάνε να προγκίξουν να

γλιτώσουν. Οι Ναζί τα κυνηγούν και τα σκοτώνουν επί τόπου σα σκυλιά. Ύστερα

βάζουν τ΄ άλλα και τα σέρνουν σκοτωμένα στο κελάρι. Ο Γερμανός παρακολουθεί

το δράμα με το χαμόγελο της ικανοποίησης στα χείλη. Ανυπομονεί να τελειώσουν

και τους λέει να κάνουν γρήγορα, «σνελ, σνελ». Κι' αυτοί ακούν και καίνε της

Λαμπρινής Λιούρη το πρόσωπο με σκόνη και λογχισμένη την αφήνουν στο σπίτι

του Γ. Σιαφάκα.

Tα τέσσερα παιδιά του δάσκαλου του χωριού Χρήστου Παπά, η Παρασκευή, η

Ξανθή, η Σεβαστή και ο Νικόλας από 3 έως 9 χρονών, τα είχε αφήσει η μάνα

τους στο σπίτι και κατέβηκε για νερό. Εκεί τις χτύπησαν και τις σκόρπισαν.

Ο πατέρας τους βλέποντας τους Γερμανούς, θέλησε να τα πάρει και να φύγουν.

«Φέγα πατέρα», του λέει η μεγάλη θυγατέρα, «μη σε πιάσουν οι Γερμανοί. Εμείς

θα κάτσουμε να φυλάξουμε το σπίτι μη το βρουν άδειο και το κάψουν».

Ο πατέρας μέσα στη σαστιμάρα από το πλησίασμα των Γερμανών φεύγει.

Μόλις έχει καιρό. Οι Γερμανοί έφτακαν και τα ΄βραν μονάχα τους, φύλακες στο σπίτι

τους και αφού τα σούβλισαν, τα πέταξαν στο κελάρι μέσα στη φωτιά. Η μάνα τους ήταν

κάτω για νερό και μόλις γλίτωσε.

Το μικρό αβάπτιστο τριών χρόνων του Χρήστου Λώλη το άφησε η μάνα του στην

κούνια.

Oι Γερμανοί το βρίσκουν, το παίρνουν και μαζί με την κούνια το πετούν στη

φωτιά, του γειτονικού σπιτιού που καίγονταν. Από κάτω ακούγονταν τα βογκητά

και τα κλάματα των παιδιών που ζωντανά και πληγωμένα καίγονταν. Όλα μικρά

και άπραγα, αθώα θύματα στο θυσιαστήρι του ναζιστικού Μολώχ. Έτσι γίνονταν

σ' όλα τα σπίτια, τα περισσότερα μικρά παιδιά κάηκαν ζωντανά.

Ένα μεγάλο μπουλούκι το πήραν οι Γερμανοί και το τράβηξαν κατά το σπίτι

του Δ. Χολέβα, που το κελάρι του έγινε ο μεγαλύτερος ομαδικός τάφος. Τα μικρά

που δεν περπατούσαν τα σούβλιζαν με τις λόγχες.

Στο μπουλούκι αυτό ήταν η Ελένη Χολέβα, η Αναστασία Μάνθου κι' ο Χαριλ.

Λιούρης που γλίτωσαν και οι Νικήτας Σιαφάκας, Μαρία, Βασίλης και Ελευθερία

Φούκα, Νικόλαος και Αλεξάνδρα Χολέβα, Ελένη, Ευδοξία, Φάνης, Μάνθος, Μαρίνα

και Δημητρούλα Αυγέρη μαζί με άλλους που τα ονόματα τους δεν τα ξέρομε, τα

πιο πολλά, μικρά παιδιά.


΄Ας αφήσουμε την Ελένη Χολέβα να μας τα πει μοναχή της.

«Μας πήραν ένα σωρό γυναίκες και παιδιά και μας σαλαγούσαν σαν κοπάδι

κατά τον απάνω μαχαλά. Στο δρόμο όσες ξέκοβαν να φύγουν, έτρεχαν, τις

έπιαναν από τα μαλλιά και με κλωτσιές τις γύριζαν πάλι στο σωρό. Τα μικρά

πιάνονταν απ' τα φουστάνια μας και μας τραβούσαν σκούζοντας. Αυτοί τα

έβριζαν και τα σπρώχναν. Φτάκαμαν στο σπίτι του Χολέβα. Μας έμπασαν

όλους στο κελάρι και βάρεσαν με το πολυβόλο στο μέσα στο σωρό. Οι άλλοι

έπεφταν ολοτρόγυρα. Εμένα μια σφαίρα τρύπησε τη σακούλα με τις παράδες

και βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι, του τίναξε τα μυαλά που μου

γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθια. Έπεσα κι' εγώ σα χαμένη σφίγγοντας στην

αγκαλιά το κουτσοκεφαλισμένο μου παιδί. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα. Ήρθαν

κάμποσες φορές οι Γερμανοί και γάζωσαν το σωρό γιατί άκουγαν ακόμα μικρά

ζωντανά να κλαίνε πλακωμένα ανάμεσα από τους σκοτωμένους.

Σε μια γωνιά είδα το άλλο μου παιδί το Νικολάκη, κομματιασμένο. Οι Γερμανοί

ψηλά αναποδογύριζαν το σπίτι. Έκαναν πολύ ώρα. Ύστερα άκουσα να φυσάει

σα βοριάς, το κελάρι γιόμισε καπνό. Είχαν βάλει φωτιά στη σκεπή. Ξάπλωσε

σιγά - σιγά και έπιασε το πάτωμα. Τώρα οι φλόγες κατέβαιναν και στο κελάρι.

άρχιζαν να μας καψαλίζουν. Μια μεγάλη γλώσσα κατέβαινε και έγλυφε το κεφάλι

του παιδιού μου. άκουσα που τσίριζαν οι σάρκες του που καίγονταν και έρχονταν

στη μύτη μου η κνίσα τους. Ο αέρας είχε γιομίσει από τη μυρουδιά της

σάρκας του παιδιού μου, η ανάσα μου πιάστηκε, πετάχτηκα στην πόρτα ... καποιος

με τραβούσε από το φουστάνι, μην είναι ο γυιός μου σκέφτηκα που τον

παράτησα κείνη τη στιγμή... όχι, ήταν ο Χαρίλαος Λιούρης. Το παιδί μου κείτονταν

κουτσοκεφαλιασμένο καταγής. Δεν το γνώρισα απ' το πρόσωπο γιατί δεν

είχε, μάντεψα μονάχα από τη κουτσοκεφαλισιά του, τα’ άλλο ψήνονταν παρέκει. Η

κνίσα από τις σάρκες του μου γιόμισε τη μύτη, μου φάνηκε πως κατάπινα κομματάκια

από το παιδί μου. Δε βάσταξα, πήρα τον ανήφορο. Η μυρουδιά με κυνηγούσε.

Σταμάτησα εκεί που δε μ' έφτανε ο καπνός. Τον έβλεπα, δεν άκουγα σε

λίγο τίποτα ...μονάχα μύριζα ...μύριζα και ήθελα να κρατήσω την ανάσα μου

να μη μυρίζω... Μα δεν μπόραγα...» Δεν την αφήσαμε να συνεχίσει θα της

κάναμε κακό, μόλις προχθές είχε συνέλθει από τον κλονισμό της. Τα είχε χαμέna

η δύστυχη. Βλέπεις ακόμα τη φρίκη και τον τρόμο να ζωγραφίζεται στο

ξεκομμένο πρόσωπο της όταν τα μολογάει, για να χυθεί ύστερα ο πόνος κι ένα

κύμα από δάκρυα για τα χαλασμένα της παιδιά.

Μαζί μ' αυτή γλίτωσε και η Αναστασία Μάνθου που κρύφτηκε στον ταβλά και

πετάχτηκε κι' αυτή έξω. Ο Θωμάς Φούκας κρύφτηκε πίσω από την πόρτα και

γλίτωσε κι' αυτός, σκοτώθηκε τον Αύγουστο όμως από βόμβα.

Το χωριό είχε ολόκληρο φουντώσει στις φλόγες και οι πυροβολισμοί

εξακολουθούσαν να πέφτουν ανάργια για κανέναν που είχε ξεφύγει ως τη στιγμή

το θάνατο. Έγιναν πολλά στο χωριό, ποιος τα είδε να τα ιστορήσει όλα; Κι' αυτά

μαζεμένα από τους λιγοστούς που γλίτωσαν, δείχνουν όλη την αγριάδα της<>/p>

ψυχής των Ναζί. Ποιος είπε πως δε φτάνουν. Φτάνουν για να μη τούς αφήσει

νάχουν θέση ανάμεσα στον πολιτισμένο κόσμο με το ντουφέκι και τη φωτιά

ρίχτηκαν κατά τα ζώα. Μη μπορώντας να τα πιάσουν έριχναν και τα σκότωναν.

Τρία άλογα και δύο βόδια πήγαν χαμένα έτσι. Το μουλάρι του αγροτικού διανομέα

δε γλίτωσε κι' αυτό. Κι' όμως είχαν κουράγιο να χύσουν αθώο αίμα.

Παίρνουν την τελευταία π' απόμεινε, την Ελένη Μπαμπούσκα με τα δύο της

παιδιά, το Γιάννη και τον Παναγιωτάκη, χρονιάρικο και τους τραβούν να τους

πετάξουν σ' ένα σπίτι που είχε λαμπαδιάσει. Η μάνα αντιστέκεται και τη σκοτώνουν.

Πέφτει μαζί με το Γιάννη που το σούβλισαν κι' αυτό, κρατώντας και τον

Παναγιωτάκη στο βυζί που μόλις τον είχε πάρει ξυστά η λόγχη στη ραχοκοκαλιά.

Έκατσε έτσι δύο μέρες, ως που το βρήκαν οι χωριανοί, να βυζαίνει στην

πεθαμένη του μανούλα. Τον έστειλαν σένα αντάρτικο Νοσοκομείο στο Γρεβενήτι

και γλίτωσε. Σήμερα (1945) είναι μια χαρά.

Ο χαλασμός του χωριού είχε πια συμπληρωθεί. Η φωτιά κι' ο θάνατος σκορπίστηκαν

απλόχερα από τους Ναζί, έπρεπε όμως να συμπληρώσουν το έργο τους και

με ατιμία και την έκαναν. Ξεμονάχιασαν σε τρία καλύβια του Τσιρίκη και του

Χολέβα γυναίκες κι' εκεί αφού τις βίασαν τις σκότωσαν. Έβαλαν ύστερα φωτιά

και τις έκαψαν. Βρέθηκαν από μια σε κάθε καλύβα κάρβουνο. Είχαν πάθει διπλή

συμφορά, της ατιμίας και του χαλασμού.

Evώ το χωριό είχε λαμπαδιάσει ολόκληρο, οι Γερμανοί άρχισαν να βάζουν

κατα την κορφή του Μιτσικελιού καμιά εβδομηνταριά βλήματα. Τι ήταν; ο γνωστός

βλάχικος γάμος. Ο Λάμπρος Χασακής έρχονταν ψίκι στο κονάκι του. Είχαν και

μπαϊράκι. Μόλις ξεμύτισαν από την πίσω μεριά του Μιτσικελιού, τους είδαν για

πρώτη φορά και τους έριξαν. Στην ώρα έφτακε κι' ο δάσκαλος εκεί και τους

είπε τα μαντάτα από το χωριό.

Στο γάμο αυτό έριξε ο κόσμος που δεν ήξερε - κι' ήμασταν όλοι σχεδόν

τότε-, το βάρος του χαλασμού των Λυγγιάδων. Είχαμαν όμως άδικο και θα δούμε

παρακάτω γιατί.

Αργά το βράδυ όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει, αφού συμπλήρωσαν την

καταστροφή τους με τη φωτιά, άρχισαν να ξεκουμπίζονται τον κατήφορο,

κουβαλώντας και το πλιάτσικο. Και τι δεν πήραν μαζί τους. Ρούχα τα πιο καλά,

προίκες και γιορτιάτικα, έπιπλα, τυριά, βουτύρατα, μαλλιά, τριακόσιες οκάδες

καρύδια, εξακόσιες οκάδες πατάτες, δέκα άλογα, δεκαεπτά χοντρά βόδια και

περί τα εκατό γιδοπρόβατα. Ότι δε άλλο άξιζε και μπορούσαν να το κουβαλήσουν

το περναν.

Στολίδια και τζουβαϊρικά που βρίσκανε στις κασέλες πού έψαχναν μαζί με παράδες

τα περναν κι' αυτά. Ότι δεν μπορούσαν να το πάρουν το καιγαν. Το γέννημα

κάηκε όλο μέσα στα σπίτια. Γλίτωσε μονάχα ότι έλειπε από το χωριό. Την εκκλησία

την άφησαν απείραχτη, το σχολείο το λεηλάτησαν μα δεν το ‘καψαν.

Κατέβηκαν επί τέλους στο δρόμο όλοι και φύγανε. Πίσω του άφησαν φωτιά και

άψυχα κουφάρια. Ρεμούλα, βιασμοί, θάνατος, φωτιά, ερημιά, είναι οι λέξεις πού

κλείνουν την τραγωδία των Λυγγιάδων. Κι' απάνω απ' όλα αυτά η αγριότητα που τη

δοκίμασαν περισσότερο απ' όλους τα μικρά, τ' αθώα και άπραγα παιδάκια, πού

βλεπαν τους Ναζί να τα σουβλίζουν με τις λόγχες τους κι' έπεφταν με ζωγραφισμένο

στο πρόσωπο τον τρόμο και την απορία. Ποιος να τους πει και να τους

εξηγήσει πως αυτή ήταν η «Νέα τάξη πραγμάτων» που αγνίζονταν να μη καταστραφεί

ο πολιτισμός των Ούνων.

Τον καιρό της καταστροφής οι κάτοικοι ήταν 273, σφάχτηκαν οι 85, έμειναν

188. Σήμερα (1946) έχει 170 κατοίκους που μαζεύτηκαν σιγά -σιγά απ' εκεί που

΄χαν σκορπίσει, ύστερα από ενέργειες του εφημέριου Παπαχριστόδουλου από τη

Χρυσοβίτσα. Καταστράφηκε το 1/3 των κατοίκων. Να και ο απολογισμός από τα

θύματα : 42 παιδιά από 0-20 χρονών και άλλοι 43 μεγάλοι από 21-90. Τα μικρά

όπως θα δείτε στον πίνακα είναι πιο πολλά, γιατί φεύγοντας οι μανάδες τους για

«ράβδο» των καρυδιών τα αφήκαν στα σπίτια τους, με συντροφιά άλλων μεγαλύτερων,

επειδή δεν μπορούσαν να τα πάρουν, κι έτσι τα βρήκαν οι Ναζί και τάσφαξαν.

Σπίτια από τα 49 έκαψαν τα 41. Τα 8 γλίτωσαν γιατί δεν έπιασαν φωτιά.

Δεν λογαριάζονται τα καλύβια.

Από τις 44 οικογένειες 31 μένουν στο χωριό, 10 στους Μουτσιάδες και 2 στους

Μογκλιούς. Μια ξεκληρίστηκε τελείως. Έξ οικογένειες απόμειναν μ' ένα μονάχα

πρόσωπο. Η νύχτα της Κυριακής στις 3 του Οχτώβρη 1943, ήρθε να σκεπάσει με το

πέπλο της το δράμα πού παίχτηκε εδώ και λίγες ώρες. Όταν αργά την νύχτα ανέβηκαν

οι γυναίκες που ήταν στο νερό, βρήκαν τις φωτιές να καίνε ακόμα και να βάφουν

τις πλαγιές του Μιτσικελιού κόκκινες. Που και που ακούγονταν και κανένα βογκητό

καμμιανού που ξεψυχούσε. Κάτω παρακολούθησαν από κοντά και άλλο δράμα,

οι γυναίκες πού ήταν στο νερό.

Στο Στρούνι πήγαν οι γερμανοί στο σπίτι του Κολώκα και θέλησαν να βάλουνε

φωτιά. Γύρεψαν να βγάλουν τη γυναίκα έξω, με τα δύο της μικρά, μα αυτή δεν

έβγαινε. Έκλεισαν λοιπόν κι' αυτοί την πόρτα και έβαλαν φωτιά στο σπίτι.

Κάηκαν και οι τρεις μέσα, η μάνα με τα δύο παιδιά, ζωντανοί.

Ύστερα από το χαλασμό κανένας δε τολμούσε να έρθει στο χωριό τη μέρα. Νύχτα

έρχονταν και έπαιρναν ότι είχε γλιτώσει απ' την καταστροφή. Νύχτα έθαβαν

τους σκοτωμένους, όσους βρίσκανε απ' όξω και δεν είχαν καεί, χωρίς παπά.

Οι άλλοι βρίσκονται ακόμα θαμμένοι κάτω από τα χαλάσματα και τις σκεπές που

χώνεψαν και τους σκέπασαν.

Μα δεν είχαν τελειώσει ακόμα τα βάσανα του κακότυχου χωριού. Η μανία των

Ναζί το κυνηγούσε. Δέκα πέντε μέρες ύστερα, την τρίτη Κυριακή αργά το βράδυ

το βάλανε στόχο τα αντιαεροπορικά της Κιάφας. Το ίδιο έγινε και την πέμπτη

Κυριακή χωρίς κανένα θύμα όμως. Που να βρεθεί ο κόσμος, μήπως πατούσε

κανένας στο χωριό.

Στις 15 Ιουλίου 1944 έρχεται μια ομάδα από το φυλάκιο της 'Αϊ-Σωτήρας

του Δρίσκου και λυμουριάζει το σχολείο. Παίρνουν μαζί τους και τους Κ. Σιαφάκα

και Γ. Γεράκο και τους τραβούν δέρνοντας στο Μέτσοβο. Εκεί πέρασαν από

Στρατοδικείο και γλίτωσαν από του χάρου τα δόντια.

Στη 1 του Σεπτέμβρη 1944 χτυπούν από το τζαμί του Κάστρου με τα βαριά

πολυβόλα και καίνε μαντριά του Αθ. Μπαμπούσκα. Την ίδια μέρα ρίχνουν στα

βλάχικα κονάκια πού ήταν στη θέση «Γιάννο» και σκοτώνουν μια βλάχα. Την

έθαψαν τη νύχτα κρυφά.

Πέρασε κι' ένα αεροπλάνο και απόλυσε μια βόμβα μεγάλη κοντά σε μια φωτιά,

η βόμβα δεν έσκασε, κατά κακή τύχη όμως ύστερα από καιρό (7-8-1944) εκεί που

δυο παιδιά την πείραζαν, έσκασε και τά ΄καψε. Δύο ακόμα αθώα θύματα μέσα στα

τόσα άλλα.

Επιτέλους όμως άρχισε να χαράζει η αυγή της Λευτεριάς. Τα μπουλούκια τωνM

Ναζί ένα -ένα έφευγαν κυνηγημένα από τούς αντάρτες μας ως που στις 15 του

Οχτώβρη 1944 άδειασαν και τα Γιάννινα. Οι πίσω φυλακές τους οχυρωμένες στους

Αμπελοκήπους χτυπούν με τα πυροβόλα τους, που ήταν στον 'Αϊ-Γιάννη

Μπισντουνιού τριγύρω στις κορφές. Ξαναβρίσκουν πάλι τους Λυγγιάδες,

πού είχε προωθηθεί ένα ανταρτικό τμήμα. Είχε νομίζω κάτι θύματα.

Ως αργά το βράδυ πότε -πότε χτυπούσαν, ρίχνοντας τις τελευταίες τους ριξιές

ως που νύχτωσε, και αργά το φόρτωσαν και έφυγαν....

Μεσάνυχτα γκρέμισαν το γεφύρι στο 14 χιλ. και το δρόμο προς το Καλπάκι στο

17-18 χιλ.. Μια κόκκινη λάμψη υψώθηκε στον ουρανό για λίγο και ύστερα έσβυσε,

αφήνοντας το σκοτάδι να τους τυλίξει σαν μαύρους δαίμονες, πού γύριζαν

στην κόλαση.

Οι Γερμανοί έφυγαν. Αφήκαν όμως πίσω τα έργα τους. Είχε όμως γραμμένα και

άλλα να πάθει το κακότυχο χωριό. Τον Δεκέμβρη του '44 στις συμπλοκές του ΕΛΑΣ με τον

ΕΔΕΣ, τμήματα του χτυπήθηκαν μέσα στο χωριό ανάμεσα από τα χαλάσματα.

----------------



Ύστερα από το χαλασμό.


Ο κόσμος όλος με πόνο και αγανάκτηση αντίκρισε απέναντι το ρήμαγμα του

χωριού, πού τη νύχτα οι φλόγες του έβαφαν κόκκινες τις πλαγιές του

βουνού που την ημέρα είχαν βαφτεί με αίμα αθώο...

Οι Γιαννιώτες θέριευαν στη ψυχή τους το μίσος για τον καταχτητή.

Το απόγιομα της Κυριακής δε βγήκε κανένας στη Πλατεία για περίπατο.

Ήταν η πρώτη εκδήλωση λευκής διαμαρτυρίας για το φοβερό έγκλημα

που έγινε μπροστά στα Γιάννινα.

Μονάχοι τους οι Ναζί φωτογραφούσαν το "ωραίο θέαμα" της καταστροφής

ενός «άτακτου χωριού». Ο κόσμος αργότερα ξεχύθηκε με Επιτροπές να

διαμαρτυρηθεί με θάρρος για τις αγριότητες. Και οι Ναζί τούς δέχονταν

υποχρεωτικοί και μελιστάλαχτοι γιατί ένιωθαν με τη διαίσθηση, πως ένα

καμίνι αγανάχτησης έκαιγε και έπρεπε να χαμηλώσουν κάπως την αψάδα

του. Σ' αυτό το μεταξύ ο αρχιδήμιος Στέτνερ ο διοικητής της ορεινής Μεραρχίας

«Εντελβάϊς» πού ένας της Λόχος είχε αναλάβει την καταστροφή, παρακολου-

θούσε με κιάλια από την ταράτσα του σπιτιού του κ. Δ. Δούμα που κάθονταν την

εξέλιξη της επιχείρησης και θα έμενε ασφαλώς πολύ ικανοποιημένος, όταν είδε

τις φλόγες να ξεπηδούνε από το χωριό.

΄Αλλοι κανίβαλοι Ναζί παρακολουθώντας το.... θέαμα χειροκροτούσαν. Μια

επιτροπή πού πήγε αργότερα στον Λανζ το διοικητή του Σώματος πού ήρθε

ύστερα και διαμαρτυρήθηκε, της είπε πως δεν ξέρει τίποτα για το φόνο των

82 και τους ζήτησε να πάνε άλλη φορά.

Όταν ξαναπήγαν τους δικαιολόγησε το κάψιμο με την παρουσία «παρτιζάνων».

Το σκοτωμό τον αρνήθηκε, είπε πως είναι ψέματα. Η Επιτροπή υπέμεινε και ζήτησε

να στείλει να διαπιστώσει. Πραγματικά έστειλε μερικούς αξιωματικούς με διερμηνέα

τον καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Πουλμέντη. Ο Πουλμέντης που

υπηρέτησε διερμηνέας στη Στρατονομία (Φέλττζερνταρμερί) και εξυπηρέτησε

πολύ κόσμο χωρίς κανένα κέρδος, μας διηγείται τα παρακάτω :

"Οι Λυγγιάδες καταστράφηκαν για αντίποινα του φόνου του Συνταγματάρχη

Ζάλμινγκερ φίλου του Χίτλερ (Σημ. Δεν αληθεύει ότι ήτασν φίλοι. Το σωστό

είναι ότι ο Ζάλμινγκερ ήταν πού αγαπητός στους στρατιώτες και είχε πάρει

παράσημα για ανδραγαθίες στο μέτωπο στη Ρωσία) . Ίσως και για το φόνο

ενός λοχία της Αστυνομίας πού έγινε κοντά στο Μπιζάνι.(Σημ. είναι λάθος)

διότι ο λοχίας δεν ήταν καθόλου γνωστός)

Ήταν Κυριακή 3 Οχτώβρη και πήγαμε στο γραφείο για δουλειά.

Έξαφνα σταμάτησε ένα φορτηγό αυτοκίνητο απ' έξω που είχε μέσα το λοχία.

Είχε σχισμένη την κοιλιά και το παχύ έντερο έξω. Όλοι έγιναν άνω κάτω και

έξαλλοι από θυμό. Εμείς τρέμαμε. Φέρνουν τέσσαρες πέντε κρατούμενους από

την ΄Αρτα που τους είχαν απολύσει οι Ιταλοί. Τούς είχαν πιάσει κοντά στο Μπιζάνι

ενώ γύριζαν στην ΄Αρτα και τούς θεώρησαν σα συνενόχους του φόνου. ΄Αρχισαν

να τούς χτυπούν άγρια με ξύλα, σπάζοντας δόντια και χέρια. Τούς ζητούσαν να

μαρτυρήσουν. Τούς πήραν σε λίγο σε κακά χάλια και δεν ξέρω πού τους πήγαν,

ίσως και να τους ντουφέκισαν.

«Το μεσημέρι ήρθαν και με πήραν από το σπίτι και μ' έστειλαν στην Κατσικά και

το Κουτσολιό, να ειδοποιήσω τούς κατοίκους να έλθουν αμέσως στην Ανατολή,

με τρόφιμα για δύο μέρες. Ο άλλος διερμηνέας Νουσιάδης πήγε στην Μπάφρα

και την Καισάρια. Θρήνος και οδυρμός στον κόσμο, δεν ήξεραν τι τους θέλουν.

" Όταν μαζεύτηκαν όλοι, τριγυρισμένοι από πολυβόλα, στην Ανατολή ήλθε ο

Τόμκοβιακ ο διοικητής της Στρατονομίας της μόνης πού ήταν τότε στα Γιάννινα (η

G.S.P. και η G.F.P. δεν είχαν έρθει) ακόμη και τούς είπε να φκιάσουν ομάδες

και να φυλάνε τα σύρματα ως το 18ο χιλιόμετρο (Ροβίλιαστο) «εάν δε φυλάξετε

καλά,» τούς είπε, «ιδού οι συνέπειες για το χωριό σας» και έδειξε τους

Λυγγιάδες.

Γυρίσαμε όλοι και το είδαμε να καίγεται. Ύστερα από μερικές μέρες

ανεβαίνοντας τη σκάλα μαζί μου, είδε τους Λυγγιάδες και μούπε:

«Η φωλιά (neste) αυτή καλά καταστράφηκε δια παραδειγματισμό. Ξετσιπώθηκαν

οι αντάρτες και ήρθαν στη μύτη μας.»

« Ύστερα από 25-30 ημέρες ο Τόμκοβιακ, ένας επιλοχίας και άλλοι δύο, δηλαδή

τέσσαρες συνολικά Γερμανοί με πήραν και πήγαμε στους Λυγγιάδες για να

κάνουμε ανακρίσεις.»

«Πήγαμε στο χωριό και δε βρήκαμε κανένα. Ήταν όλα έρημα. Τα σπίτια μαύρα

ερείπια. Στο δρόμο σκορπισμένα ανθρώπινα κόκαλα, φαγωμένα από τα σκυλιά.

Σε μια μεριά είδα δύο παιδικά κεφαλάκια γδαρμένα και ξεραμένα.»

«Βρωμούσε πτωμαΐνη όλο το χωριό. Δεν ανέβηκα πιο πάνω, ίσως έβλεπα

περισσότερα. Ο Τόμκοβιακ με γερές κλωτσιές έσπασε την πόρτα του σπιτιού του

Δ. Λώλη και μπήκε. Απ' εκεί πήρε τουλούπες και μερικά κουβάρια μαλλί. Πήρε κι'

ένα κουδουνάκι, "για το μπούμπι μου", είπε.»

«Η αποστολή απέτυχε γιατί δε βρήκαμε κανένα και φύγαμε παίρνοντας μαζί μας

το μαλλί κλπ.»

«Σε μία εβδομάδα πήγαμε πάλι οι ίδιοι χωρίς τον Κόβιακ. Ενώ της πρώτης

μετάβασης σκοπός ήταν η ανάκριση, τώρα πηγαίναμε με την εντολή να

ξεθάψουμε και να μετρήσομε τα κεφάλια των σκοτωμένων. Είχαν και ραδιογράφημα

στα χέρια τους πού τους έδινε σχετικές εντολές. Στην κορυφή διάβασα

τη λέξη Γιόρκλ (ίσως Γιόντλ).»

Σημ. Δεν είναι σωστό, υπήρχαν δύο ημερήσις διαταγές που υπάγραψαν οι Λάνζ

και Στέτνερ στις οποίες έδιναν το ελεύθερο οι στρατιώτες να πάρουν

εκδίκηση για το φόνο του Ζάλμινγκερ.)

«Σκοπός όπως κατάλαβα, ήταν ν' αλλάξουν το αποτέλεσμα και να παραστήσουν

υπερβολές αυτά που κατάγγειλαν, γιατί μια στιγμή ένας είπε «Κολοκύθια ογδόντα,

ούτε δέκα δεν είναι.»

«Εκεί βρήκαμε δύο τρεις με το δάσκαλο μαζί. Τούς έβαλαν να σκάψουν. Ήταν

αδύνατο να γίνει τίποτε, γιατί η πτωμαϊνη σ' έπνιγε. Ένας απ' αυτούς μάλιστ

έκανε εμετό και ζαλίστηκε. ΄Αφησαν την προσπάθεια αυτή γιατί χρειάζονταν

συνεργείο και φύγαμε. «Πρέπει ν' απαντήσομε στο ραδιογράφημα σε πέντε

μέρες» είπαν. Δεν ξέρω τι έκθεση έκαμαν. Δεν αμφιβάλλω πως τα παράστησαν

όπως τους συνέφερνε. Πως δεν έγινε δηλαδή τίποτε. Εγώ δεν είδα πια κόκαλα

στους δρόμους, γιατί τα είχαν μαζέψει, αλλά δύο γυναικεία πτώματα μπροστά

στην πόρτα, σ' ένα σπίτι στην κορυφή του χωριού πού ήταν ακόμα άταφα και

μαυρισμένα.» (Σημείωση : Ήταν η Αικ. Λώλη και η Πανάγιω Γεράκου.)

«Εντολή για τον αφανισμό των Λυγγιάδων νομίζω πώς έδωσε ο τότε στρατιωτικός

διοικητής (***) γιατί ο Λάνζ δεν είχε έρθει ακόμη και ίσως πήρε και ο Τόμκόβιακ

πού ήταν ο ανώτερος της Στρατονομίας.»

«Τότε εδώ ήταν η 1η Ορεινή μεραρχία καταδρομών "Εντελβάϊς και Μέραρχος

ήταν ο Στέτνερ. Ο Τόμκοβιακ όπως πληροφορήθηκα σκοτώθηκε σ΄ επιχειρήσεις

στη Κροατία.»

Αυτά μας είπε ο καθηγητής Πουλμέντης.

Τα 81 θύματα εκείνης της ημέρας ζητούνε την τιμωρία των δημίων τους. Και

η δικαιοσύνη ακούγοντας τις φωνές τους, που οι πιο πολλές είναι αθώων και

άπραγων μικρών, θα κάνει το καθήκον της.

Το βιβλιαράκι όμως αυτό από την άλλη μεριά θα τούς δώσει

στιγματισμένους στην Ιστορία.

Αυτοί τόγραψαν, εμείς αντιγράφομε την πραγματικότητα. Να μας κατηγορήσουν

γιατί παραλείψαμε μπορεί, όχι όμως και πως προσθέσαμε κάτι παραπάνω.

Μάρτυρες εκείνοι που γλίτωσαν και κλαίνε τούς 81 χαμένους τους, -τα πιο

πολλά παιδιά-. Τα χαλάσματα πού τούς σκεπάζουν, και πού μιλάνε ξεκάθαρα

για την αλήθεια, βροντοφωνάζοντας ένα πελώριο κ α τ η γ ο ρ ώ.

-------------------------


Γιατί χάλασαν το χωριό;


Και τώρα μπαίνει το ερώτημα. Γιατί χάλασαν τους Λυγγιάδες : «Ο γάμος, με,/p>

τα μπαϊράκια και τις κουμπουριές φταίει», είπανε.

Και ο κόσμος πίστεψε, όπως όλοι μας, πως έτσι θα ήταν και κακοκρίναμε,

τους βλάχους, γιατί σήκωσαν μπαϊράκια και ρίξανε κουμπουριές. Πόσο όμως

αδικήσαμε τους ανθρώπους, μέσα στη ζάλη της φουρτούνας μας; Το «μπαϊράκι»

η Γαλανόλευκη, κουρελιασμένη από τον κατακτητή στα κέντρα, υψώνονταν

υπερήφανη στην ύπαιθρο, εκεί που ζούσε αδούλωτη η ψυχή του Έλληνα και

ξεχύνονταν ελεύθερη.

Ο τρόμος και η βία δε στάθηκαν ικανά να εξαλείψουν από την ψυχή του λαού

μας πατροπαράδοτες συνήθειες που του μιλούν βαθιά μέσα του.

Μέσα από τα σύμβολα αυτά ο αδούλωτος λαός μας έβγαζε τη δύναμη για

τον αγώνα, και την αντίσταση στο κατακτητή.

Οι βλάχοι ύψωσαν τη γαλανόλευκη πρωτοπορία στο "ψίκι τους" (δηλ. πλήθος

των καλεσμένων)

Μπράβο τους. Δεν έριξαν όμως κουμπουριές. Όλοι το βεβαίωσαν. Κι' αυτό

όμως αν γίνονταν, πάλι τα πράγματα δε θ΄ άλλαζαν, γιατί το ρήμαγμα είχε πια

αρχίσει στο χωριό, όταν ο γάμος - το ψίκι- ξεμύτισε από την κορυφή για να πέσει

απ' τ' άλλο μέρος που ήταν το χωριό και το χτύπησαν οι Γερμανοί.

Πως για το γάμο που θα έβλεπαν, έστειλαν δύο ώρες γρηγορότερα το στρατό

τους το χτύπησαν οι Γερμανοί και άρχισαν να καταστρέφουν το χωριό προκαταβολικά;

Μη γελιέστε, δεν είναι αυτός ο λόγος.

Ο γάμος δεν είναι η αιτία του χαλασμού του χωριού, αλλά αρπάχτηκε αργότερα

σα δικαιολογία από τους εγκληματίες για νάχουν κάτι να πουν. Γιατί το αδικοχαμένο

αίμα τους φώναζε ν' απολογηθούν. Ο λόγος είναι άλλος που καταστράφηκε ένα

χωριό και 82 ψυχές χάθηκαν άδικα μέρα Κυριακή. Επίτηδες δε έγινε τέτοια μέρα,

για να βρίσκεται πιο πολύς κόσμος στο χωριό, επειδή ήξεραν πως

τις καθημερινές το αδειάζουν και πηγαίνουν στις δουλειές τους.

Θυμάστε τον Γερμανό συνταγματάρχη που σκότωσαν αντάρτες στο 43 χιλιόμετρο

του δρόμου προς την Πρέβεζα με όλμο μαζί με άλλον ένα;

Θυμάστε πού έλεγαν, πώς ο συνταγματάρχης αυτός ήταν φίλος του Χίτλερ

(****) προσωπικός και πώς θα εκτελούσαν 10 διανοούμενους από τα Γιάννινα

για αντίποινα;

Θυμάστε το σκόρπισμα πού έκανε ο κόσμος στα βουνά να γλιτώσει; Οι

Γερμανοί το έμαθαν αυτό κ' έβλεπαν πως δε θα πήγαινε καλά η δουλειά τους.

Γι' αυτό τούς κάλεσαν να γυρίσουν πάλι, γιατί θα τους θεωρούσαν αντάρτες.

Και ο κόσμος τότε γύρισε. Το πλήρωσαν όμως άλλοι. Σαράντα πέντε πατριώτες

λένε, της Ζωσιμαίας πού εκτελέστηκαν έξω από τα Γιάννινα, για χατίρι του

μούργου αυτού πού ήταν προσωπικός φίλος του Χίτλερ.

Η εκτέλεση βέβαια έγινε κρυφά με τα σκοτάδια, και λίγοι την έμαθαν. Ήταν για

να πλύνει το αίμα αυτού, μα δεν έφτανε χρειάζονταν και κάτι για παραδειγματισμό,

κάτι που να δει ο κόσμος και ο τρόμος να τον συνεπάρει. Και οι Λυγγιάδες σαν

μπροστά τους χτύπησαν στο μάτι....

Ποτέ παραδειγματισμός δεν είχε τόσους θεατές... για παραδειγματισμό όσο ο

χαλασμός των Λυγγιάδων. Όλα τα Γιάννινα τον παρακολούθησαν και όλα τα

γύρω χωριά. Και ο σκοπός αυτός πέτυχε. Καλλίτερο διάλεγμα δε μπορούσε

να γίνει.

Ήταν σα να βάλθηκε εκεί το χωριό για να το βλέπουν όλοι. Όμως δεν κατάφεραν

να πετύχουν να τρομοκρατήσουν το λαό, γιατί αντί για φόβο, μίσος και

αγανάχτηση σωριάστηκε στην ψυχή του πού το έδειξε με τις κινητοποιήσεις του.

Αφού διάλεξαν το θύμα, σχεδίασαν πώς θα του ριχτούν...

Το σχέδιο ήταν έτοιμο και το ήξεραν πολλοί από την Κυριακή πρωί. Το μεσημέρι

θα άρχιζε το νησί να βάζει κάποιες βολές για να δοθεί μία αφορμή. Αυτοί θα είχαν

τ' αυτοκίνητα έτοιμα και θα ξεκινούσαν. Και έτσι έγινε. Γιατί σχεδόν αμέσως με τους

πυροβολισμούς πέρασαν και τ' αυτοκίνητα.

Μία είναι η ουσία. Οι Λυγγιάδες δεν κάηκαν τυχαία και απρόοπτα. Και ο γάμος

και οι αντάρτες είναι παραμύθια που χρησίμεψαν αργότερα να σκεπάσουν το

μυσαρό τους έγκλημα. Σήμερα όμως δε μπορούμε να πούμε και να υποστηρίξουμε

το ίδιο γιατί η αλήθεια φάνηκε.

Οι Λυγγιάδες καταστράφηκαν για αντίποινα.

Μέρες γρηγορότερα οι Γερμανοί μιλούσαν για χαλασμό χωριού στα σπίτια που

κάθονταν. Ποιο όμως;

Οι πατριώτες νοικοκυραίοι παίρνοντας τις πληροφορίες αυτές, ειδοποιούσαν

όπως μπορούσαν, αλλά αόριστα. 'Έτσι αόριστα ειδοποίησαν και τους Λυγγιαδίτες.

Ο κ. Χρήστος Μάνθου πού είχε Γερμανούς στο σπίτι του και του είχαν χαράξει

μέσες άκρες για καταστροφή χωριού, είπε του Πάνου Μπαμπούσικα, που είχε

κατέβει στα Γιάννινα με ξύλα. «Αύριο αν δείτε Γερμανούς νάρχονται κατά το

χωριό σας να φύγετε, γιατί έχουν κακούς σκοπούς.»

Αυτός όμως πήγε στο χωριό του, πήρε την γκλίτσα και τράβηξε για τα πρόβατα,

χωρίς να πει καμμιανού τίποτα. 'Έτσι χάθηκε μια ευκαιρία να γλιτώσουν καμπόσοι.

Το Σάββατο οι πληροφορίες ήταν πιο ξεκάθαρες. Ένας Γερμανός αξιωματικός πού

κάθονταν κοντά στο σπίτι του κ. Γ. Κουμπλομάτη, το απόγευμα δείχνοντας από το

μπαλκόνι τους Λυγγιάδες είπε:

«Μόργκεν αυτό καπούτ», και την άλλη μέρα που καίγονταν βγήκε και χειροκροτούσε.

Το πρωί ο Ζάρος απ' το Μπαρκμάδι (Καστρίτσα) (το βεβαιώνει και ο εφημέριος

του χωριού Παπαδημήτρης) πήγε νερό στο φυλάκιο της Καστρίτσας. Κουβεντιάζοντας

οι Γερμανοί, του έδειξαν το χωριό και του είπαν: «το γιόμα καπούτ».

Στην οδό Σμύρνης, στο δρόμο που έμεινε ο λόχος αυτός και στο σπίτι του Ι. Νούσια

κάθονταν ο ανθυπολοχαγός Κάρολος Σουμάχερ. Το πρωί αυτός πού ήταν πάρα

πολύ καλός αφού τον φώναζαν στο σπίτι «ο καλός» σε αντίθεση μ' έναν άλλο τον

Κάρολο Πάουερ σωστό τέρας, έκανε τον άρρωστο και παράδωσε τη διμοιρία του

στο δεύτερο. 'Οταν τον ρώτησαν γιατί δεν πηγαίνει ενώ άλλες φορές πραγματικά

άρρωστος τη συνόδευε, είπε, «εκεί θα γίνουν 'σλέχτ' (δηλ.: άσχημα) πράγματα».

Αργότερα όταν θα γίνονταν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στο

Ζαγόρι, αυτός ειδοποίησε γρηγορότερα. Το βράδυ όταν γύρισε ο Πάουερ,

κουβαλώντας πλιάτσικο, ο Σουμάχερ τον έβρισε, ενώ αυτός διηγώνταν ατάραχος

τι έκαναν, «Τούς σκοτώσαμε όλους, είπε, γιατί ήταν οι οικογένειες παρτιζάνων».

«Και τα παιδιά;» τον ρώτησε . «Κι' αυτά, ΄εγκάλ΄». (Το ίδιο, δηλαδή, ήθελε να πει).

Δύο ώρες μπροστά από την καταστροφή, ο Βέρνερ Βίτμαρ που ήταν γραφέας

του λόχου πού έκανε το έγκλημα, είπε στον κ. Ηρακλή Καζαντζή πού στο σπίτι

του είχαν το γραφείο του λόχου, «σε δύο ώρες το χωριό Λυγγιάδες θα καεί», και

ετοιμάζονταν να πάρει κι' αυτός μέρος.

Του κ. Μιχαήλ Ζήκου, πού έχει (1945) ουζάδικο στους παλαιούς Τούρκικους

καφενέδες και ξέρει πολλές γλώσσες, ο Ρούντολφ Σίμον, στρατιώτης από το

Γκράτς της Αυστρίας τού είπε.

«Μη πεις πουθενά γιατί θα μας σκοτώσουν. Στις 4 το απόγευμα θα κάψουν τους

Λυγγιάδες, γιατί οι παρτιζάνοι σκότωσαν μερικούς στρατιώτες που έκαναν μπάνιο»

(ήταν ψέμα).

Και τέλος τα λόγια του Τόμκοβιακ που είπε στον κ. Πουλμέντη ανεβαίνοντας τη

σκάλα: «η φωλιά αυτή (neste) καλά καταστράφηκε για παραδειγματισμό...».

Αποτελούν την τρανότερη απόδειξη.

Ύστερα λοιπόν απ' όλα αυτά, η καταστροφή των Λυγγιάδων δεν ήταν έκτακτη

και τυχαία αλλά προμελετημένη και προετοιμασμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

-----------------------------


Οι Γερμανοί λοιπόν πέρασαν κι' από εκεί και ύψωσαν μνημείο, θανάτου και

βαρβαρότητας, που θα μείνει στους αιώνες πού έρχονται, να δείχνει σε τι θα

μεταβάλλονταν η γη μας, αν η «νέα τάξη πραγμάτων» την αγκάλιαζε, αν ο

Γερμανικός φασισμός γίνονταν αφέντης της.

Η φιλελεύθερη ανθρωπότητα, με την ψυχή βαρυγκομισμένη από το βάρος της

φασιστικής βίας που δοκίμασε, ξεσπάει, σε μία μυριόστομη βοή από κατάρες

και υψώνει παντού σωρούς από αναθέματα.

Μαζί μ' αυτούς και οι 85 ψυχές από τις Λυγγιάδες, βροντοφωνούν ένα κατάρα

και ανάθεμα στους βαρβάρους.

Κι' απ' αυτούς 40 παιδικές ψυχούλες, μαζώνουν ματωβαμένα πετραδάκια απ'

το χωριό τους και τα ρίχνουν σωρό, φκιάνοντας ένα ανάθεμα, που κι εγώ με

πόνο και αγανάχτηση ρίχνω το δικό μου πετραδάκι, το βιβλιαράκι αυτό, που

τόγραψαν οι Ναζί σε μια γωνιά της ματωβαμμένης μας Πατρίδας, που κάποτε

έσφυζε η ζωή, και σήμερα (1946) φωλιάζει ο θάνατος.-

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


(***) Ο Λανζ ήταν στα Γιάννενα στις 3-101943, είχε φθάσει εσπευσμένα

μετά την 9 Σεπτεμβρίου με το αεροπλάνο του Τύπου Fissler Storch

(το λελέκι όπως το έλεγαν οι Γιαννιώτες) που διέθεταν οι Μέραρχοι και

οι σωματάρχες, Μάλιστα εξέδωσε προειδοποιητική διαταγή. (βλέπε Παράρτημα


(****) Πρόκειται για τον Αντισυνταγματάρχη κατ' απονομή Γιόζεφ Ζάλμινγερ

που διακρίθηκε στις επιχειρήσεις της Βέρμαχτ στον Καύκασο και Μαυροβόυνιο.

Διοικητή μέχρι την 30-9-1943 του 98ου Συντάγματος Ορεινών Καταδρομών

με έδρα στη Φιλιππιάδα, στο χώρο του Στρατοπέδου Πετροπουλάκη.

Ήταν πρώην επιστάτης ορυχείων στη Βαυαρία. Που σκοτώθηκε σε ενέδρα

που έστησαν δολιοφθορείς του ΕΔΕΣ από το Αρχηγείο Ξεροβουνίου που

έκοβαν τα σύρματα του τηλεφώνου και τα τηλεγραφόξυλα υπό τον Κώτσο

Τόλη, στη θέση Ασβεσταριά κοντά στο Κούκλεσι εκεί που ο Λούρος εφάπτεται

στο δρόμο. Ο Ζάλμιγκερ ήταν αγαπητός στους προϊσταμένους του

αλλά και στους στρατιώτες του. Είχε πάρει νέα προαγωγή, μετά από τις

επιχειρήσεις στην Ήπειρο το καλοκαίρι του 1943, στην προσπάθεια να

κρατήσουν το ζωτικό για τους Γερμανούς δρόμο Γιάννενα - Πρέβεζα

ανοιχτό. Την πλήρωσαν βαρύτατα η Μουσιωτίτσα, η Κλεισούρα, το Κομμένο

και άλλα χωριά κατά μήκος του οδικού άξονα από το Αργυρόκαστρο μέχρι

την ΄Aρτα Πρέβεζα. Ο θάνατος του Ζάλμιγκερ προκάλεσε μεγάλο θυμό στον

Σωματάρχη Λάνζ και στο Μέραρχο Στέτνερ που ο καθένας τους έβγαλαν

ημερήσιες διαταγές με τις οποίες καλούσαν τους άνδρες τους να εκδηκηθούν

για τον βίαιο αυτό θάνατο του. Μια σειρά από αντίποινα έγιναν τις αμέσως

επόμενες ημέρες. Οι Λυγγιάδες και τα χωριά του Ξεροβουνίου πλήρωσαν

ακριβά το τίμημα με ζωές και καμένα σπίτια.


ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΟΥΣ ΛΥΓΓΙΑΔΕΣ



Α/Α

Ονοματεπωνυμο

Συγγένεια

Eτών

Παρατηρήσεις

01Αυγέρη Χ. Ελένη σύζυγος42- -
02Γεράκος Ελευθέρ.πατέρας34
Βρέθηκε στου Λ.Χολέβα καμμένος
03Γεράκου Αριστούλα σύζυγος28 - -
04Γεράκος Γεώργιος παιδί06 - -
05Γεράκου Μαρία θυγατέρα04- -
06Γεράκος Χρηστάκης παιδί02- -
07Γεράκου Πανάγιω ανηψιά18- -
08Γεράκος Χρήστος πατέρας78- -
09Γεράκου Βαγγελή σύζυγος74- -
10Γεράκου Ελένη νύφη35
Βρέθηκε σουβλισμένη
11Γεράκος Χρήστοςπαιδί11- -
12Γεράκου Όλγα θυγατέρα06- -
13Ζώτος Σταύρος πατέρας56- -
14Ζώτου Μαρία σύζυγος54- -
15Ζώτου Φωτεινή εγγονή04- -
16Κατσαρού Ν. Βασ.σύζυγος40--
17Κατσαρού Αικατερ.θυγατέρα18--
18Λιούρη Αικατερ. θυγατέρα11--
19Λώλης Bασίλειοςπατέρας35--
20Λώλη Ταρσίτσασύζυγος30--
21Λώλη Αικατερίνημητέρα68--
22Λώλης Γιώργοςπαιδί8--
23Λώλη Παρασκευήθυγατέρα 7--
24Λάππα Μαρίνα σύζυγος 28
Βρέθηκε σουβλισμένη με τα δάκτυλα κομμένα, ύστερα από πάλη με το παιδί κοντά της
25Λάππας Στάθηςπαιδί8--
26Λάππα Αικατερίνηθυγατέρα5--
27Λάππα Παρασκευή θυγατέρα 7--
28Λώλης Θεόδωρος παπούς90--
29Λώλης Χ. Λεωνίδας παιδί 5--
30αβάπτιστο Λώλης παιδί 3 μηνών
Το έρριξαν στη φωτιά με την κούνια
31Λιούρη Χ. Λαμπρινή μητέρα57--
32 Λιούρης Γεώργιος πατέρας36--
33Λιούρης Αχιλλέας παιδί 1--
34Λιούρη Ελευθερία σύζυγος30--
35Μπαμπούσικα Ελένη σύζυγος 30
Το παιδί της τη βύζαινε ώρες νεκρή
36Μπαμπούσικας Ιωαν. παιδί 5--
37Μπαλάσκα Μαρίνα σύζυγος42--
38Μπαλάσκα Δήμητραθυγατέρα 6--
39Μάνθου Γ. Ελένη σύζυγος36--
40Μάνθου Θεοφάνηςπαιδί 5
Ψήθηκαν στο κελλάρι του Χολέβα
41Μάνθου Ευδοξίαθυγατέρα 3--
42Μάνθου Κ. Παρασκ. σύζυγος34--
43Μαράφα Α.Γιαν. σύζυγος42--
44Πέτρου Νίκοςπατέρας68--
45Πέτρου Αννασύζυγος60--
46Παγίδας Βασίληςπατέρας65--
47Παγίδα Γεωργίτσασύζυγος58--
48Παγίδας Κων/νοςπαιδί15
Βρέθηκε μισοκαμμένος στην καλύβα Καραγιάννη.
49Παπάς Κων/νοςπατέρας67--
50Παππά Παρασκ.εγγονή 9
Τα 4 μικρά του δασκάλου που τα έσφαξαν και τα πέταξαν στη φωτιά.
51Παππά Ξανθήεγγονή 7--
52Παππά Σεβαστή εγγονή 5--
53Παππάς Νικόλαοςεγγονός 3--
54Πέτρου Χρήστος πατέρας48--
55Πέτρου Ζωίτσα σύζυγος38--
56Πέτρου Γεώργιος παιδί 13
Βρέθηκε μισοκαμμένος.
57Ρούσκας Δημήτρ.πατέρας61--
58Ρούσκα Όλγαεγγονή 2--
59Σιαφάκας Κ.Νικήτας παιδί 3
Εκτελέστηκε στό σπίτι που φαίνεται στο εξώφυλλο
60Τσούκα Γ. Αφροδίτηθυγατέρα 7--
61Τόλη Γ. Πανάγιωσύζυγος60--
62Τσιρίκης Ιωάννηςπατέρας36--
63Τσιρίκη Αγγελική σύζυγος35--
64Τσιρίκη Φωτεινήθυγατέρα9--
65Τσιρίκης Χρήστοςπαιδί 7--
66Τσιρίκη Βαγγελήθυγατέρα 5--
67Τσιρίκη Αγγελικήθεία57--
68Τσιρίκη Βασιλικήαδελφή18--
69Φούκα Aγγελικήγιαγιά65--
70Φούκα Παρασκευήεγγονή4
Βρέθηκε λογχισμένη
71Φούκας Σπ. Βασίληςπαιδί5--
72Φούκα Ελευθερίαθυγατέρα1--
73Φούκα Μαρίαμητέρα60--
74 Φούκας Χρήστοςπατέρας63--
75Χολέβας Π. Νικόλ.παιδί7
Κομματιάστηκε ή ψήθηκε
76Χολέβας Αλέξηςπαιδί4
Ψήθηκαν στο κελλάρι του Χολέβα
77Χολέβας Δημητρ.πατέρας66--
78Χολέβα Λαμπρινήνύφη38--
79Χολέβα Γεωργίτσαεγγονή9--
80Ζώτου Χ. Ξανθήθυγατέρα4--
81Χολέβα Α. Μαρίνααδερφή58--

Και οι παρακάτω κάτοικοι άλλες ημέρομηνίες από πολεμική αιτία:



Α/Α

Ονοματεπωνυμο

Συγγένεια

Eτών

Παρατηρήσεις

01Λάππα Γ. Ελένημητέρα60

Σκοτώθηκε στο Λούκοβο

02Μαράφας Βασίληςπαιδί21
Σκοτώθηκε από βόμβα
03Φούκας Θωμάςπαιδί20
Σκοτώθηκε από βόμβα
04
Μία Βλάχα στα κονάκια των Χασακέων πάνω από το χωριό την 1/9/43 από βλήμα κανονιού.
----
Το όνομα δεν είναι γνωστό.

Α Π Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ ΘΑΝΑΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΛΥΓΓΙΑΔΕΣ ΛΟΓΩ ΠΟΛΕΜΟΥ


_________Σκοτώθηκαν άνδρες____από__27-90____ετών___15

_____________________γυναίκες_από__17-75____ετών___31

_____________________παιδιά___από___1-16____ετών___14

_____________________κοπέλλες_από___2-17____ετών___21

_____________________________________________________

___________________________________________________81

____και τέσσερα ακόμα άτομα άλλες ημέρομηνίες_______4

_____________________________________________________

___________________________________________________85


Δηλαδή 81 σκοτώθηκαν στiς 3-10-43, μία γυναίκα μια εβδομάδα πρίν

από την 3-10-43 και 3 άτομα αργότερα όλα από πολεμική αιτία.



Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ω

-----------------

Όσους μου έδωσαν στοιχεία για το βιβλιαράκι αυτό.

Τους κ. Σιαφάκα έμπορο και Χ. Παππά, Δημοδιδάσκαλο,

Λυγγιαδίτες που ενδιαφέρθηκαν και στάθηκαν στην έκδοση του.

----------------------


Το βιβλιαράκι αυτό τυπώθηκε το 1947χωρίς την παρακολούθηση του συγγραφέα που

διότι έλειπε, κι' έτσι πέρασαν πολλά λάθη, επαναλήψεις κ.λ.π. πού το αδικούν

στην εμφάνιση. Επειδή νομίζομε πως η διάρθρωση τους σε πίνακα δε θ'

άλλαζε την κατάσταση, τ' αφήνουμε όπως είναι, αφού άλλωστε δεν

αλλάζουν το νόημα.


Ίούνιος 1947