Χ.Β., τ.9.:

     Ο Ετεροπροσδιοριζόμενος – η υποταγή που αποφεύγει

 

         Σαν τύπος συμπεριφοράς ο ετεροπροσδιοριζόμενος αποτελεί μορφή του κοινωνικού χαρακτήρα των ανθρώπων όπως διαμορφώνεται υπό την επίδραση της προηγμένης εκβιομηχάνισης, των προτύπων καταναλωτισμού και ευημερίας που τη συνοδεύουν, της τάσης αστικοποίησης και επιστημονικοποίησης του τρόπου ζωής.

         Σε ένα περιβάλλον όπως το παραπάνω, το άτομο και υπό την επίδραση των πρωτογενών μορφών κοινωνικοποίησης του: οικογένεια, γονεϊκές  σχέσεις, κοινωνικές σχέσεις της πρώιμης περιόδου της βιολογικής του ηλικίας, αποδέχεται ως αποφασιστικό μέτρο για την κρίση και την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του την αναγνώριση των «άλλων», την προσαρμογή στην κοινή γνώμη και τα «σήματα» της, τη γνώμη συνομηλίκων, συναδέλφων, συντρόφων, της μαζικής «πληροφόρησης», των ειδικών της γνώσης και της επιστήμης. Επιπλέον με την «πρόοδο» του αυτοματισμού και του καταμερισμού εργασίας, όχι μόνο στις διαδικασίες παραγωγής αλλά και στις παράλληλες δραστηριότητες της διοίκησης, της οικονομίας και της βιομηχανίας, το άτομο, σαν μέλος ενός γραφειοκρατικοποιημένου μηχανισμού παραγωγής, διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει περιττό. Το μόνο που δεν γίνεται περιττό είναι το καταναλωτικό δυναμικό του ατόμου, που επεκτείνεται μέσω του εμπορικού ανταγωνισμού και εκδηλώνεται πρωταρχικά με την κατανάλωση στον ελεύθερο χρόνο.

            Η σημερινή κοινωνία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν ένα τεράστιο και διαρκώς τελειοποιούμενο εργοστάσιο, που προσπαθεί να εξασφαλίσει την πίστη του «προσωπικού» στη «διοίκηση», δηλαδή να παρακινήσει την πλειοψηφία των μελών της σε μία περισσότερο ή λιγότερο αδιάφορη συμπεριφορά, που να προσανατολίζεται στην εργασία και την κατανάλωση. Έτσι η πολιτική απάθεια πρέπει να θεωρηθεί σαν μία συμπεριφορά συμβιβαστή με το σύστημα. Και από τη στιγμή που ισχύει αυτό, ισχύει και η αντίθετη πρόταση, ότι κάθε πολιτική δραστηριότητα κάτω από τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες περικλείει από τη φύση της ένα  χαρακτήρα ασυμβίβαστο με το σύστημα. Η πολιτική αδιαφορία δεν είναι αυτονόητη, αλλά πρέπει να εξηγηθεί σε συνδυασμό με τις συνήθειες και την αδιαφορία του καταναλωτισμού. Η ψευδαίσθηση της υποτιθέμενης ανωτερότητας αυτής της αδιάφορης συμπεριφοράς, προέρχεται από την θεώρηση της σαν πολιτική στάση που δεν επιτρέπει να διακρίνει κανείς την πραγματική φύση της σαν μία μορφή καταναλωτικής συμπεριφοράς. Μία από τις «ωφέλιμες» συνέπειες της  πολιτικής αδιαφορίας είναι η ανοσία των κοινωνιών σε προφήτες και σωτήρες, αλλά η άλλη όψη του νομίσματος είναι η παραίτηση από κάθε πολιτική συμμετοχή.

              Η αδιαφορία και η απάθεια μετατρέπονται πολύ φυσικά σε υποταγή, και συγκεκριμένα από την στιγμή που θα ξεπερασθούν οι φραγμοί της μη συμμετοχής και θα κατακτηθεί η, έτσι κι αλλιώς, ανύπαρκτη πια ιδιωτική σφαίρα – πολυτέλεια των ετεροπροσδιορισμένων. Εφόσον δεν υπάρχει Εγώ, αλλά μόνο ένα συλλογικό αίσθημα ανωτερότητας, δεν μπορεί να αναμένεται αντίσταση στη χειραγώγηση. Ισχύει και στη περίπτωση του ετεροπροσδιορισμένου τύπου συμπεριφοράς ο νόμος της μεγιστοποίησης του κέρδους: η ενεργητικότητα πρέπει να ξοδεύεται μόνο σε δραστηριότητες που υπόσχονται – με το μικρότερο δυνατό κόστος- το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Καμία ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι αυτονόητη. Αντίθετα, κριτήριο κάθε προσπάθειας είναι τα οφέλη που φέρνει σε αυτόν που την καταβάλει.

              Αυτή η εσωτερίκευση μίας αρχής που ισχύει παγκόσμια για τις  διαπροσωπικές ανθρώπινες σχέσεις, οδηγεί μακροκοινωνικά στην παραδοχή μίας φυσιολογικής αντιδραστικής συμπεριφοράς. Η αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς με κριτήριο το αναμενόμενο όφελος (σύμφωνα με το παραδοσιακό πνεύμα της αγοράς), οδηγεί σε ένα κυρίαρχο ζεύγος προτύπων συμπεριφοράς: από τη μία πλευρά τη δαπάνη ενέργειας σύμφωνα με τους αγοραστικούς νόμους δηλ. μισθωτή εργασία και κατανάλωση ελεύθερου χρόνου και από την άλλη την εξοικονόμιση ενεργητικότητας, με την παθητικότητα και την απλή αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα. Η γενικά κυρίαρχη αρχή της ανταλλαγής ισοπεδώνει τις διαρκώς λιγότερες αισθητές παραλλαγές ατομικής πολιτικής συμπεριφοράς σε προβλέψιμους τρόπους αντίδρασης.              

              Ο γλωσσικός ρόλος  της ορολογίας γενικά και της ιδιαίτερης ορολογίας ειδικότερα κατέχει σημαντική θέση στην επικοινωνιακή σχέση. Η ιδιαίτερη ορολογία π.χ. επαγγελματική, της μαζικής επικοινωνίας, των εξειδικευμένων ρόλων στους κοινωνικοποιητικούς θεσμούς (οικογένεια, σχολείο, πανεπιστήμιο,  κλπ.), προσδίδει στην ανθρώπινη επικοινωνία έναν αέρα αμεσότητας και κατανόησης. Πρόκειται για ένα υποκατάστατο της συμμετοχής και της αποφασιστικότητας, μία λεκτική ψευδαίσθηση της δραστηριοποίησης, χωρίς περιεχόμενο και χωρίς δεσμευτικό ορισμό. Έτσι η ορολογία χρησιμεύει σαν ένα πολύπλευρο ιδεολογικό όπλο. Αδιαφορώντας για το αντικείμενο και στοχεύοντας μόνο στην άσκηση επιρροής πάνω στους δέκτες, εξυπηρετείται από την βοήθεια μιας φαινομενικής αμεσότητας, που προσφέρεται σε αφθονία π.χ. ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Η υπακοή εμφανίζεται σαν τετελεσμένο γεγονός, και κάθε πιθανή αμφισβήτηση αποκλείεται χάρη στον αυτονόητο λογικό χαρακτήρα της πρότασης.    

 

 

 

Επιστροφή...