ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

                  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

ΣΥΜΒΟΛΑ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.1.

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ – ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.2.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.1.

ΤΟ ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

1.2.2.

ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

2.1.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ  ΚΡΑΤΥΛΟΥ

2.2.

ΟΙ ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

2.3.

Η «ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ»

2.4.

Η «ΛΕΞΑΡΙΘΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»

2.5.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΔΑΝΕΙΕΣ

2.6.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΑΝΥΠΑΡΚΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΛΛΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

1.1.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: ΓΡΑΦΗ, ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, ΓΡΑΦΗΜΑ

1.2.

ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ

1.3.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

1.4.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.1.

H ΛΕΞΗ  ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ

2.2.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΑΦΤΙ  ΚΑΙ  ΑΒΓΟ

2.3.

Η ΛΕΞΗ  ΒΡΟΜΑ

2.4.

Η ΛΕΞΗ  ΑΛΛΙΩΣ

2.5.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΠΑΛΙΟΣ- ΔΙΚΙΟ- ΕΛΙΑ

2.6.

Η ΛΕΞΗ  ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 


                ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΜΕΡΟΣ Β

 1. ΘΕΩΡΙΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

            Προτού γίνει διεξοδική αναφορά σε ορισμένα ορθογραφικά θέματα της νέας Ελληνικής, θα πρέπει: α) να οριστούν οι βασικές έννοιες  γραφή, ορθογραφία  και  γράφημα ·  β)  να διακριθεί η ορθογραφία στα τρία είδη της και γ) να αναλυθεί σε τι συνίσταται το ορθογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ομιλητές διαφόρων γλωσσών ανά τον κόσμο.

 

1.1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: ΓΡΑΦΗ, ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, ΓΡΑΦΗΜΑ

Ο όρος  γραφή  (writing) δηλώνει ένα σύστημα συμβατικών συμβόλων που αποτυπώνουν σε κάποια γραφική ύλη (χαρτί, πάπυρος, ξύλο, μάρμαρο κ.ά.) στοιχεία του προφορικού λόγου ενός ομιλητή. Θα μπορούσαν να διακριθούν μεταξύ άλλων τρεις πλευρές της γραφής, η  πρακτική,  η  γλωσσολογική  και η  αξιολογική.  Ως προς την πρώτη, ας σημειωθούν τα ακόλουθα: η γραφή αποτελεί σπουδαία επινόηση του ανθρώπου, γιατί του έδωσε τη δυνατότητα να άρει τους περιορισμούς που υπήρχαν από πλευράς  χώρου  και  χρόνου στη μετάδοση διαφόρων πληροφοριών (Jensen 19703: 16-18). Χαρακτηριστικό για τη χρησιμότητά της είναι το ακόλουθο παράδειγμα από την αρχαία ελληνική γραμματεία: ο Θουκυδίδης (A΄ 22, 1992: 55) διευκρινίζει σχετικά με το ιστορικό του έργο ότι «έχει γραφτεί πιο πολύ σαν μελέτημα παντοτινό παρά σαν πρόσκαιρο ανάγνωσμα για να τ’ακούν κάποιοι ευχάριστα» [« κτήμα τε ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται »]. Το γνωστό « κτήμα ες αεί » αντιτίθεται στη φράση   « αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν », που δηλώνει τις ρητορικές απαγγελίες, και θα μπορούσε να θεωρηθεί διαφωτιστικό όχι μόνο για τη σπουδαιότητα του εν λόγω κειμένου, αλλά και γενικότερα για τη μεγάλη πρακτική  και  κοινωνική  σημασία  της γραφής.[1] Ως προς τη δεύτερη πλευρά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αλφαβητική γραφή, ειδικότερα, επιτρέπει την επιστημονική μελέτη της δομής μιας γλώσσας περισσότερο από ό,τι, π.χ., η εικονογραφική, όπου τα σύμβολα («εικονογράμματα») αντιπροσωπεύουν, για παράδειγμα, διάφορα στοιχεία της φύσεως, πολεμικές συγκρούσεις κ.λπ. –  γι’αυτό η μελέτη της γλώσσας απετέλεσε στην αρχαιότητα επίτευγμα λαών που κατείχαν αλφαβητική γραφή, όπως οι Ινδοί και οι Έλληνες (Jensen 19703: 18- 19) και όχι αυτών που χρησιμοποιούσαν εικονογραφικά συστήματα γραφής, όπως, οι Αιγύπτιοι και οι Χετταίοι. Τέλος, σχετικά με την τρίτη πλευρά, την αξιολογική, ας αναφερθούν σε γενικές γραμμές τα εξής: η γραφή μπορεί να μην επιτελεί την πρακτική λειτουργία της διευκόλυνσης της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά να έχει άλλου είδους αξία (αισθητική, θρησκευτική κ.ά.). Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να συνδέεται με την τέχνη, με τη  δημιουργία  δηλ.  αισθητικού αποτελέσματος (Gelb 19632: 229-230): παράδειγμα, η αραβική γραφή·  επίσης, μπορεί από μερικούς να συνδέεται και με τη θρησκεία (Gelb 19632: 230-234): παράδειγμα, η ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι η γραφή έχει  θεία  καταγωγή  και ιδιότητες· [2] τέλος, ειδικότερα η αλφαβητική γραφή έχει συσχετιστεί από ορισμένους και με τη μαγεία (Février 19592: 592- 595, Gelb 19632: 233): παράδειγμα, η αντικατάσταση των γραμμάτων μιας λέξης με τους  αντίστοιχους  αρχαίους  αριθμούς (π.χ. α = 1,  β = 2, ρ = 100, κ = 800 κ.λπ.) και η εύρεση λέξεων με το ίδιο άθροισμα, που αποδεικνύει δήθεν ότι η αντιστοιχία γραμμάτων  και  αριθμών δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία (για την πρακτική αυτήν, βλ. το Α, 2.4.).

Η  ορθογραφία  (orthography) αποτελεί ειδικότερο όρο, εφόσον σημαίνει το σύστημα των κανόνων που ρυθμίζουν σε μια συγκεκριμένη γλώσσα την αντιστοιχία ανάμεσα στην προφορά και τη γραφή: κατά τον Vachek (1973: 18), «orthography is, in fact, a set of rules enabling the language user to transpose the spoken utterances into the corresponding written ones, in other words, it is a kind of bridge leading from the spoken norm of language to the written» [«ορθογραφία είναι, στην πραγματικότητα, ένα σύνολο κανόνων που καθιστούν ικανό τον χρήστη της γλώσσας να μετατοπίσει τα προφορικά εκφωνήματα στα αντίστοιχα γραπτά, με άλλα λόγια, είναι ένα είδος γέφυρας που οδηγεί από την προφορική νόρμα της γλώσσας στη γραπτή»]. Και η ορθογραφία θα μπορούσε να μελετηθεί μεταξύ άλλων από τρεις πλευρές, την  πρακτική,  τη  γλωσσολογική  και την  αξιολογική.  Για καθεμιά από τις τρεις αυτές διαστάσεις αντίστοιχα, ας επισημανθούν τα ακόλουθα: πρώτον, η εφαρμογή  κανόνων  ορθογραφίας   αποτελεί   μια   ανάγκη   που  προκύπτει  από  την  έλλειψη αντιστοιχίας 1: 1 μεταξύ προφοράς και γραφής στα συστήματα διαφόρων γλωσσών.[3] Γενικότερα,  κατά  τον  Χαραλαμπάκη  (χ.χ.:   1),   «η   τήρηση   βασικών ορθογραφικών κανόνων είναι αναγκαία για την κατανόηση από τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας του συμβολικού χαρακτήρα του γραπτού λόγου». Δεύτερον, κατά τον Μπαμπινιώτη (1971- 1972 α: 293- 294), «η καλουμένη ιστορική ορθογραφία δεν αποτελεί απλούν εξωτερικόν εθισμόν εις την χρήσιν ωρισμένης γραφικής παραστάσεως, αλλ’ ουσιώδη γλωσσικήν διαδικασίαν, ήτις έχει σχέσιν προς την εσωτερικήν δομήν της γλώσσης και δη και προς τον σημειακόν χαρακτήρα αυτής»·  ειδικότερα, η ιστορική ορθογραφία θεμελιώνεται θεωρητικά από τη στενή σχέση που έχει η σημασία μιας λέξης όχι μόνο με την ακουστική, αλλά και με την οπτική της εικόνα, την ορθογραφική της παράσταση με βάση την ετυμολογία της. Τρίτον, η αξιολογική πλευρά της ορθογραφίας φαίνεται μεταξύ άλλων: από τη δικαιολογημένη πολιτισμική αξία που της αποδίδει ένα έθνος· παράδειγμα που αναφέρει ο Σετάτος (1993: 134) είναι η σημασία που έχει «το ελληνικό αλφάβητο για τους Έλληνες στο πέρασμα των αιώνων». Επίσης, από τη συχνή σύγχυση ή ταύτιση της ορθογραφίας με τη γλώσσα και την αντιμετώπιση της πρώτης ως βασικού κριτηρίου για την παιδεία και την καλή χρήση της γλώσσας (βλ. Μπαμπινιώτη 1997 β, Πετρούνια 1984: 260, Χαραλαμπάκη χ.χ.: 5). Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι η ορθογραφία δεν ταυτίζεται με το σύνολο της  γλώσσας.  Η  αντίληψη,  όμως, ότι  αντικατοπτρίζει  την παιδεία και  τη  γνώση  μιας  γλώσσας  δεν  είναι  αβάσιμη:  για παράδειγμα, επιγραφές όπως  *πολίτε  αντί  πωλείται,  που βλέπουμε μερικές φορές, δεν θα ήταν σωστό να θεωρηθούν αμελητέες ως προς το συζητούμενο θέμα. Τα αντίθετα παραδείγματα πνευματικών ηγετών που δεν γνώριζαν ορθογραφία, όπως ο Διονύσιος Σολωμός και ο Μακρυγιάννης, αποτελούν όχι μόνο εξαιρετικές, αλλά μεμονωμένες περιπτώσεις, που δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν στην υποτίμηση της ορθογραφίας. Ομοίως, πρέπει να αποφευχθεί και η υπερτίμησή της χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα επιστολογράφου της  Ελευθεροτυπίας  (7.1.2003), ο οποίος ισχυρίζεται ότι η γραφή  *Ευρυπίδης  αντί  Ευριπίδης  συνιστά ασέβεια προς την ελληνική γραμματεία!     

Γράφημα  (grapheme), τέλος, χαρακτηρίζεται η ελάχιστη μονάδα του γραφηματικού συστήματος μιας γλώσσας που διακρίνει τις λέξεις μεταξύ τους ως προς τη σημασία τους: π.χ. τα γράμματα <ε> και το <ο> αποτελούν γραφήματα, αφού διαφοροποιούν σημασιολογικά τις λέξεις <έλα> και <όλα>. Το γράφημα, που αποτελεί για τον γραπτό λόγο ό,τι το φώνημα για τον προφορικό, πραγματώνεται με διάφορα  αλλόγραφα  (allographs):  για παράδειγμα, αλλόγραφα αποτελούν τα <ε> και <αι> στις λέξεις <εγώ> και <αίμα>. Τέλος, η διαφορά του γραφήματος από το  γράμμα  είναι η συστηματικότητά του, αυτή δηλ. που διακρίνει και το φώνημα από τον φθόγγο (Μπαμπινιώτης 1971- 1972 α: 289).


            [1] Για την πρακτική διάσταση της γραφής, ο Gelb (19632: 222) γράφει: «the importance of writing can easily be realized if one tries to imagine our world without writing. Where would we be without books, newspapers, letters? What would happen to our means of communication if we suddenly lost the ability to write, and to our knowledge if we had no way of reading about the achievements of the past? Writing is so important in our daily life that I should be willing to say that our civilization could exist more easily without money, metals, radios, steam engines, or electricity than without writing».

             [2] Ο Gelb (19632: 234) αναφέρει μια προσωπική του εμπειρία, που δείχνει τη σχέση γραφής και θρησκείας: «in 1935 I visited a small village in central Anatolia called Emirgazi, where about thirty years earlier some Hittite hieroglyphic inscriptions had been discovered, which had then been transferred to the Museum in Instanbul. Inquiry revealed that there were no new antiquities in the neighbourhood, but even if there were some, I was told by the villagers, they would never give them up, because the last time, after the Hittite inscriptions had been taken away, a pestilence visited the village». 

[3] Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο χωρίο του Gelb (19632: 224- 225): «the inconsistency of English writing can be well illustrated by the fact that the system permits eleven different spellings for the long  sound (me, fee, sea, field, conceive, machine, key, quay, people, subpoena, Caesar) and at least five different sounds for the alphabetic sign  (man, was, name, father, aroma). What can be done with English spelling can be seen from the story about a foreigner whose name sounded like “Fish” in English. Annoyed by the flexibility of English spelling he wrote his name in English as “Ghotiugh”, deriving it sound by sound from the spelling of the following words:  gh  =  f  sound in “tough”;  sound in “women”;  ti  =  sh  sound in “station”, and  ugh  is silent in “dough”».


1.2. ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ

             Τρία είναι τα είδη ορθογραφίας, η  φωνητική,  η  φωνολογική  και η  ιστορική  ή  ετυμολογική.

            Στα πλαίσια της  φωνητικής  ορθογραφίας, κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει έναν φθόγγο. Για παράδειγμα, η λέξη <γυναίκα> θα αποδοθεί φωνητικά κατά τον ακόλουθο τρόπο: [γ’ινέκα].

            Στα πλαίσια της  φωνολογικής  ορθογραφίας, κάθε γράφημα παριστάνει ένα φώνημα. Για παράδειγμα, η φωνολογική μεταγραφή της προηγούμενης λέξης θα είναι  /γινέκα/.  Εδώ δηλ. δεν δηλώνεται η ουρανική ποικιλία [γ’] του φωνήματος  /γ/, όπως στο πρώτο είδος ορθογραφίας, πράγμα που σημαίνει ότι η φωνολογική ορθογραφία είναι λιγότερο ακριβής από τη φωνητική ως προς την απόδοση της προφοράς μιας γλώσσας.

            Τέλος, η  ιστορική  ή  ετυμολογική  ορθογραφία εμφανίζει μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στα γράμματα / γραφήματα και τους φθόγγους / φωνήματα, εφόσον αντιπροσωπεύει τη φωνητική / φωνολογική κατάσταση ενός παλαιότερου σταδίου της γλώσσας. Η δυσαναλογία αυτή στην περίπτωση της νέας Ελληνικής είναι μεγάλη, γιατί η Ελληνική σε διαχρονικό επίπεδο σημείωσε πολλές μεταβολές στην προφορά της. Για παράδειγμα, η γραφή <γυναίκα> περιλαμβάνει το γράφημα <υ>, που αντιπροσώπευε στην Αρχαία το φώνημα  /ü/ και όχι το  /ι/,  καθώς και το <αι>, που αντιστοιχούσε στο φώνημα  /ai/  και όχι στο  /ε/  κ.λπ. 

            Ας σημειωθεί επ’ευκαιρία ένας κοινός επιστημονικός τόπος, ότι η προφορά της Αρχαίας ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη, παρά τις αντιεπιστημονικές απόψεις που κατά καιρούς διατυπώνονται.

            Για παράδειγμα, η χρήση από τους αρχαίους κωμικούς ποιητές Κρατίνο και Αριστοφάνη του  βη βη  για την απόδοση του βελάσματος των προβάτων, που αντιστοιχεί στο γνωστό  μπέε,  αποδεικνύει ότι το  -β-  στην αρχαία Ελληνική δεν αντιπροσώπευε τον νεότερο ηχηρό τριβόμενο φθόγγο [v], αλλά τον ηχηρό κλειστό [b]. Ωστόσο, μια φιλόλογος με πρωταγωνιστικό ρόλο στους «αρχαιολατρικούς» κύκλους αντιτάσσει ότι το βέλασμα των προβάτων δεν είναι  μπέε,  αλλά  βε…Kαι ένας δημόσιος υπάλληλος, για τον οποίον θα γίνει λόγος ακολούθως, γράφει ότι «ο Κρατίνος και ο Αριστοφάνης δεν μιλούν για αλλαγή της ηχητικής χροιάς των φθόγγων [που αντιστοιχούν στα]  -β-  και  -η-», λες και είπε κανείς ότι οι δύο αρχαίοι ποιητές διατύπωσαν επιστημονική θέση για τη μεταβολή της ελληνικής προφοράς... Aκλόνητο στοιχείο για τη  διχειλική  και όχι  χειλοδοντική  προφορά του αρχαίου  -β-  είναι η μαρτυρία του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως (Περί συνθέσεως ονομάτων  14, 2003: 119, 121) του 1ου αι. π.Χ. ότι το  -β-,  όπως τα  -π-  και  -φ- ,  προφέρεται «με την άκρη των χειλιών, όταν το στόμα είναι κλεισμένο καλά»! Εξίσου σπουδαία είναι και η μαρτυρία του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Αριστείδη Κοϊντιλιανού (3ου αι. μ.Χ.) ότι το  -β-  προφέρεται  μόνο με τα χείλη,  άρα δεν είναι χειλοδοντικό τη μαρτυρία παραθέτει ο Χατζιδάκις, ο οποίος όμως διευκρινίζει (19242: 123-124) ότι αυτές οι περιγραφές δεν ισχύουν κατανάγκην για την εποχή μετά τον 4ο αι. π.Χ., ότι υπάρχει ένα ευρύτατο φάσμα ενδιάμεσων βαθμίδων από το κλειστό ακαριαίο [b] μέχρι το χειλοδοντικό νεότερο  -β-  και ότι δεν μπορούμε να πρροσδιορίσουμε χρονικά αυτήν τη μεταβολή. Επίσης, η προαναφερθείσα χρήση του  βη βη  από τους αρχαίους κωμικούς ποιητές για την απόδοση του βελάσματος των προβάτων μαρτυρεί ότι και το αρχαιοελληνικό  -η-  δεν απέδιδε τον φθόγγο [i], αλλά  αντιστοιχούσε  σε  ένα  μακρό  -ε-  (για τα αρχαία  -β-  και  -η-, p; βλ. Αllen 2000: 50-54, 92-98 για τη σημασία του  βη βη  ως προς το θέμα της προφοράς, βλ. αφενός Οικονόμο 1993: 59-61, 102-104 και αφετέρου Χατζιδάκι 19242: 92-93, 99).

            Ακόμη, το  -ω-  πράγματι προφερόταν ως μακρό  -ο-.  Αδιάσειστη απόδειξη γι’αυτό είναι η ίδια η ονομασία του, έστω και μεταγενέστερη. Αν το  -ω-  δεν δήλωνε διαφορετική (παρατεταμένη) προφορά στην Αρχαία, δεν θα ονομαζόταν και  ωμέγα,  δηλ.  ω μέγα  σε αντιδιαστολή με το  όμικρον,  δηλ.  ο μικρόν.  Επίσης, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Περί συνθέσεως ονομάτων  14, 2003: 113-115) κάνει σαφέστατη διάκριση των φωνηέντων ως προς τη διάρκεια της προφοράς τους κατατάσσοντας το  -ω-  στα μακρά, «που ηχούν για πολύ» και το  -ο-  στα βραχέα, που «παράγουν συντομότερο ήχο». Αλλά και ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς γραμματικούς  115, 1998: 249) αναφέρει ρητά ότι «με τη συστολή το   -η-  γίνεται  -ε-,  ενώ με την έκταση το  -ε-  γίνεται  -η-» και ότι «το  -ω-  είναι μακρό  -ο-,  ενώ το  -ο-  βραχύ  -ω-» (για το αρχαίο  -ω-,  βλ. Αllen 2000: 98-102).

          

Τέλος, ο Α.Κ., υποστηρικτής της θεωρίας ότι η προφορά της Αρχαίας δεν ήταν διαφορετική από τη σημερινή, καλείται να αναλύσει ως προς το μέτρο έναν στίχο από τα ομηρικά έπη, π.χ. τον πρώτο της ραψωδίας  σ  της  Οδύσσειας:  ήλθε δεπί πτωχός πανδήμιος, ος κατά άστυ.  Ο Α.Κ. καλείται, ειδικότερα, να βγάλει το μέτρο του συγκεκριμένου στίχου, χωρίς να αναγνωρίσει τη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων...

(βλ. και ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ)

 


[4] Πολύς λόγος έχει γίνει για την προφορά του αρχαίου  -οι-  ως [i].  Το συμπέρασμα ότι το αρχαίο   -οι-  προφερόταν όπως το σημερινό βασίζεται στην παρερμηνεία ενός χωρίου του Θουκυδίδη (Β 54, 1994: 107): «σε τέτοια συμφορά έπεσαν οι Αθηναίοι και ταλαιπωρούνταν, αφού και μέσα στην πόλη πέθαιναν οι άνθρωποι κι έξω η γη τους ρημαζόταν. Στη δυστυχία τους, φυσικό ήταν να θυμηθούν και τον ακόλουθο στίχο, που οι γεροντότεροι έλεγαν ότι τραγουδιόταν παλιά:  πόλεμος θα έρθει δωρικός και λοιμός μαζί μαυτόν.  Φιλονικούσαν λοιπόν οι άνθρωποι κι υποστήριζαν μερικοί ότι οι παλιοί στον στίχο δεν πρόφεραν  λοιμός  (επιδημία) αλλά  λιμός  (πείνα), επικράτησε όμως τη στιγμή εκείνη, εύλογα, ότι η λέξη ήταν  λοιμός  (επιδημία) [ενίκησε δε επί του παρόντος εικότως λοιμόν ειρήσθαι], γιατί οι άνθρωποι ταίριαζαν τις αναμνήσεις τους σύμφωνα με κείνα που πάθαιναν. Αν όμως, νομίζω, κάποτε γίνει άλλος πόλεμος δωρικός, ύστερα από τούτον, και τύχει να πέσει λιμός, είναι πολύ πιθανόν ότι θα προφέρουν στον στίχο τη λέξη έτσι [κατά το εικός ούτως άσονται]».

Ο Χατζιδάκις (19242: 93-94) απάντησε ως εξής σε όσους ισχυρίζονταν ότι το ως άνω χωρίο αποδεικνύει την προφορά του  -οι-  ως [i]: «ουδαμώς αποδείκνυται δια του παρά Θουκυδίδη Β΄ 54, 1 κειμένου ήξει Δωριακός πόλεμος και λοιμός αμαυτώ, ότι τότε το οι και το ι συνεχέοντο κατά την εκφώνησιν. Ο χρησμός φερόμενος άγραφος ανά τα στόματα των ανθρώπων (ανεμνήσθησαν του έπους φάσκοντες οι πρεσβύτεροι  πάλαι άδεσθαι), ηδύνατο, του μέτρου επιτρέποντος, και δια του λοιμός και δια του λιμός να εφέρηται, τούτο δε και εγίνετο κατά τας εκάστοτε χρείας, ώστε οι άνθρωποι ηγνόουν ποτέρα εκφορά ην η γνησία, ήτοι αν  λοιμόν  (ήτοι   λο-ιμόν  όπως   βόηθα) ή   λιμόν   ενόει το καταρχάς ο θεός». Επίσης, ο Allen (2000: 104) γράφει ότι δεν αποκλείεται ο πρώτος από τους δύο φθόγγους του  -οι-  να είχε προσεγγίσει τον δεύτερο, ώστε το [οi] να προφερόταν περίπου σαν το γαλλ. feuille. Κατά τον Allen, η υπόθεση αυτή θα εξηγούσε πιο ικανοποιητικά τη σύγχυση για την οποία κάνει λόγο ο Θουκυδίδης. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αρχαία δίφθογγος  -οι-  συ╩έπεσε φωνητικά με το  -ι-  αρκετά αργά, μόλις τον 10ο αι. μ.Χ., γιατί η απόσταση που χώριζε τα επιμέρους συστατικά της στοιχεία ως προς τον τρόπο αρθρώσεώς τους ήταν μεγάλη (για τη φωνητική εξέλιξη της  -οι-,  βλ. Μπαμπινιώτη 1985α: 119). Επομένως, είναι απίθανο να προφερόταν το  -οι-  όπως το  -ι-  ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Άλλωστε, η προσεκτική ανάγνωση του παραπάνω κειμένου του Θουκυδίδη στο πρωτότυπο πείθει ότι οι λέξεις  λοιμός  και  λιμός  εκείνη την εποχή όντως διέφεραν μεταξύ τους ως προς την  προφορά  και όχι μόνο ως προς τη γραφή και τη σημασία: «ενίκησε δε επί του παρόντος εικότως λοιμόν  ειρήσθαι», «κατά το εικός ούτως  άσονται», γράφει ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός.


 

1.3. ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

             Σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, το ορθογραφικό πρόβλημα μιας γλώσσας έγκειται στη δυσαναλογία που παρατηρείται ανάμεσα στην προφορά και τη γραφή της. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι ακόλουθες δύο: πρώτον, η αντιπροσώπευση ενός φθόγγου με περισσότερα του ενός γράμματα και, δεύτερον, η αντιστοιχία ενός γράμματος με περισσότερους του ενός φθόγγους (βλ. και Jensen 19703: 585- 586). Παραδείγματα από την Ελληνική και τη Γαλλική: η αντιπροσώπευση του [i] με ένα από τα <ι>, <η>, <υ>, <ει>, <οι>, <υι> στα <ίσως>, <ήρθα>, <ύψος>, <είμαι>, <οίστρος>, <υιοθεσία> και του [ž] με ένα από τα <j>, <g>, <ge> στα <juste>, <gestion>, <geai>. Δεύτερον, η αντιστοιχία του <υ> με τον φωνηεντικό φθόγγο [i] στο <ύστερα>, με τον άηχο συμφωνικό [f] στο <ευτυχία>, με τον ηχηρό συμφωνικό [v] στο <ευλογία>, αλλά και η μη αντιστοιχία του με προφερόμενο φθόγγο στο <ευφροσύνη>× επίσης, του <g> με το [g] στο <grand> και με το [ž] στο <genre>.

Κατά τον Saussure (1979: 58- 60), τρεις από τις βασικότερες αιτίες αυτής της δυσαναλογίας είναι οι ακόλουθες: 

α) ο γρηγορότερος ρυθμός εξελίξεως της προφοράς σε σχέση με τη γραφή: σε μια γλώσσα, οι φωνητικές / φωνολογικές μεταβολές είναι ταχύτερες από τις αντίστοιχες στο σύστημα γραφής. Θεωρητικά μάλιστα, η γλώσσα στο επίπεδο της προφοράς, όπως και στα υπόλοιπα, βρίσκεται σε μια κατάσταση αδιάκοπης εξέλιξης. Το όποιο σύστημα γραφής, απεναντίας, έχει συντηρητικό χαρακτήρα, εφόσον αποτυπώνει εκ των υστέρων και εν μέρει τη φωνητική / φωνολογική κατάσταση μιας γλώσσας. Τέτοιο παράδειγμα από την Ελληνική είναι η μεταρρύθμιση του αλφαβήτου το 403 π.Χ., για την οποία θα γίνει λόγος ακολούθως.

β) η ατελής προσαρμογή του αλφαβήτου στην αποτύπωση της προφοράς μιας γλώσσας: πιο συγκεκριμένα, επειδή το αλφάβητο που χρησιμοποιείται στις ευρωπαϊκές γλώσσες αποτελεί προϊόν δανεισμού από τη Λατινική, δεν έχει προσαρμοστεί πλήρως στην απόδοση των φθόγγων των νέων γλωσσών. Ενδεικτικός στη Γαλλική είναι ο συμβολισμός του συριστικού [š] όχι με κάποιο απλό σύμβολο, αλλά με το δίγραφο <ch> σε λέξεις όπως <chat>, <chien>, <chercher>, <chose> κ.λπ.

γ) η λεγόμενη από τον Saussure  ετυμολογική προκατάληψη  διαφόρων μελετητών, οι οποίοι πολλές φορές προσθέτουν ένα γράφημα σε μια λέξη, προκειμένου να αποκαταστήσουν το ετυμολογικό της ίνδαλμα. Xαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν: η εισαγωγή του <b> στα αγγλ. <debt>, <doubt> και του <s> στα <isle>, <island>, επειδή προέρχονται από τα λατ. <debitum>, <dubitum> και <insula> αντίστοιχα, μολονότι το <b> και το <s> των λέξεων αυτών δεν αντιπροσωπεύουν φθόγγους που προφέρονταν σε προηγούμενο στάδιο της Αγγλικής (Gelb 19632: 225)· επίσης, η προσθήκη του <p> στο γαλλ. <compter>, επειδή ανάγεται στο λατ. <computare> (Cohen 1958: 448) και του <p> στο γαλλ. <corps>, γιατί ετυμολογείται από το λατ. <corpus> (Τριανταφυλλίδης 1965: 118).

Ο Saussure (1979: 60- 63), ο οποίος ήταν αντίθετος με τη λειτουργία της ετυμολογίας των λέξεων ως κριτηρίου για τη γραφή τους, αναφέρει μεταξύ άλλων δύο επακόλουθα του ορθογραφικού προβλήματος: πρώτον, ότι «η γραφή σκεπάζει τη θέα της γλώσσας»: π.χ., στο γαλλ. <oiseau> [uazó] κανένας από τους προφερόμενους φθόγγους δεν αντιπροσωπεύεται από κάποιο αντίστοιχο σύμβολο· δεύτερον, ότι η γραφή μιας λέξης εκλαμβάνεται ως βάση της προφοράς της, πράγμα που αντιστρέφει την πραγματική σχέση ανάμεσά τους: π.χ., δεν είναι σωστό να λέγεται ότι το <αι> στο <αίμα> προφέρεται [ε], αλλά ότι ο συγκεκριμένος φθόγγος, που υπάρχει καθ’ εαυτόν, εδώ αντιπροσωπεύεται με το σύμβολο <αι> (βλ. και Allen 2000: 29).

Στην ιστορία της Ελληνικής υπάρχουν δύο γνωστές περιπτώσεις ορθογραφικής μεταρρύθμισης, που αποσκοπούσε στη μείωση της απόστασης μεταξύ της προφοράς και της γραφής:

α) η πρώτη ήταν η εισαγωγή των φωνηέντων στη γραφή: οι Έλληνες γύρω στο 1450-1200 π.Χ. χρησιμοποιούσαν τη Γραμμική Β΄, ένα ατελές συλλαβογραφικό σύστημα γραφής. Σε αυτό, δεν υπήρχαν σύμβολα που να αντιπροσωπεύουν τα φωνήεντα· απεναντίας, ένα συλλαβόγραμμα, π.χ. το  πε,  μπορούσε να αντιστοιχεί σε μια σειρά από συλλαβές, όπως  πε, φε, πη, βη  κ.λπ., πράγμα που προκαλούσε δυσχέρειες στην ανάγνωση (για τη Γραμμική Β΄, βλ. Chadwick 2001: 200-203). Ειδικά στην Ελληνική, όμως, τα φωνήεντα ήταν απαραίτητο να δηλωθούν και για έναν επιπρόσθετο λόγο: γιατί απαρτίζουν πολλά κλιτικά προσφύματα ικανά να διαφωτίσουν για τη συντακτική λειτουργία των λέξεων στην πρόταση, δεδομένου ότι η σειρά των όρων στην Ελληνική είναι ελεύθερη (Cohen 1958: 150). Προκειμένου να δηλώσουν τους φωνηεντικούς φθόγγους της γλώσσας τους, οι Έλληνες δανείστηκαν ορισμένα σύμβολα από τη γραφή των Φοινίκων, τα οποία εκεί αντιπροσώπευαν συμφωνικούς φθόγγους, αφού βασικό χαρακτηριστικό της γραφής αυτής ήταν η απουσία των φωνηέντων (Diringer 1968: 165- 167, Naveh 1982: 62). Ας σημειωθεί ότι ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ελληνικό αλφάβητο έχει βορειοσημιτική / φοινικική προέλευση είναι η (μη ελληνική) ονομασία – και η ακλισία – των γραμμάτων (Χατζιδάκις 19242: 36-37, Cohen 1958: 145, Gelb 19632: 176, Diringer 1968: 358, Jensen 19703: 453)· τα ονόματα  άλφα, βήτα, γάμμα  κ.λπ. δεν ετυμολογούνται από την Ελληνική, δεν σημαίνουν τίποτε και δεν κλίνονται στη γλώσσα αυτήν. Στη Φοινικική, αντίθετα, το ’aleph-  άλφα  σημαίνει «βόδι», το bêt- βήτα  «το σπίτι», το gimelγάμμα  «καμήλα» (εβρ. gāmāl, αραμαϊκό gamlā), το dālet  (ή dāleth)-  δέλτα  «θύρα» (ΛΝΕΓ) κ.λπ. Επίσης, αποκαλυπτικό είναι και το γνωστό χωρίο του Ηροδότου (5, 58) για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό: «οι δε Φοίνικες ούτοι οι συν Κάδμω απικόμενοι […] άλλα τε πολλά […] εσήγαγον διδασκάλια ες τους Έλληνας και δη και γράμματα, ουκ εόντα πριν Έλλησι ως εμοί δοκέειν, πρώτα μεν τοίσι και άπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετά δε χρόνου προβαίνοντος άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων» (ας σημειωθεί ότι είναι ατυχής η προσπάθεια να αποδοθεί άλλη σημασία στη λέξη  γράμματα  του αρχαίου κειμένου, όπως «νομίσματα». Τα συμφραζόμενα συνηγορούν στη χρήση από τον Ηρόδοτο της λέξης  γράμματα  με τη σημασία «γράμματα»). Η εν λόγω μεταρρύθμιση, που αποσκοπούσε στην τελειοποίηση του ελληνικού συλλαβογραφικού συστήματος γραφής, σήμανε τη δημιουργία από τους Έλληνες της πρώτης στον κόσμο  αλφαβητικής γραφής  (alphabetic writing), αυτής δηλ. που σύμφωνα με τον Gelb (19632: 248) εμφανίζει κατά κανόνα αντιστοιχία φωνημάτων-γραφημάτων. Αυτή είναι η απάντηση στο δημαγωγικό ερώτημα πώς είναι δυνατόν οι Έλληνες με τον τόσο προηγμένο πολιτισμό τους να μην έγραφαν και να δανείστηκαν από άλλον λαό σύστημα γραφής… Ο Robins (1989: 28) μάλιστα, θέλοντας να εξάρει τη σημασία της μεταρρύθμισης αυτής, τη χαρακτηρίζει «το πρώτο γλωσσολογικό επίτευγμα στην Ελλάδα» κατά την αρχαιότητα (για την καταγωγή του αλφαβήτου, βλ. και: Jeffery 1961: 1- 21, Higounet 1964: 58- 61, Μπαμπινιώτη 1985 α: 80-86, 1986, 1993, Βουτυρά 2001: 210-217). Διαφορετικό θέμα είναι η προέλευση του ίδιου του φοινικικού αλφαβήτου, εφόσον σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές δεν είναι οι Φοίνικες επινοητές του συστήματος γραφής που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα αυτό γράφει και ο Διόδωρος Σικελιώτης (5, 74, 3-4) σε χωρίο που συνεχώς επικαλούνται οι εθνικιστές, αλλά απλώς επιβεβαιώνει την κρατούσα επιστημονική άποψη. Για την προέλευση του φοινικικού αλφαβήτου έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις, όπως η σύνδεσή του με την αιγυπτιακή ή τη βαβυλωνιακή γραφή, με προϊστορικά γεωμετρικά σημεία, με τις κρητικές γραφές κ.ά. έχει αναφερθεί από τους εθνικιστές ότι ο Α. Evans  απέδειξε  και υποστήριξε  κατηγορηματικά  την προέλευση του φοινικικού αλφαβήτου από τις μινωικές γραφές, πράγμα ανακριβές, εφόσον μάλιστα οι κρητικές αυτές γραφές, Ιερογλυφική και Γραμμική Α΄, δεν έχουν καν αποκρυπτογραφηθεί. Eιδικά για τη Γραμμική Α΄ (1700-1450 π.Χ.), ο Μαγουλάς (βλ. Οικονόμο 1993: ix-x) σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «δεν έχει αναγνωσθεί, παρ’όσα λέγονται κατά καιρούς από μερικούς ευφάνταστους» (για τις προϋποθέσεις μιας επιτυχημένης αποκρυπτογράφησης της Γραμμικής Α΄, βλ. Duhoux 2001: 182).

       Ένα στοιχείο που προβάλλεται, προκειμένου να αμφισβητηθεί η φοινικική προέλευση του αλφαβήτου, είναι και μια πινακίδα, μη αναγνωσμένη, που έχει ανακαλύψει ο καθηγητής Γεώργιος Χουρμουζιάδης σε έναν λιμναίο προϊστορικό οικισμό, στο Δισπηλιό της Καστοριάς. Υποστηρίζεται ότι τα άγνωστα προϊστορικά σημεία της αποτελούν ελληνικά γράμματα, προδρόμους των σημερινών, μολονότι αγνοείται πλήρως η φωνητική τους αξία. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι του συγκεκριμένου οικισμού ήταν Έλληνες και ότι τα σύμβολα της πινακίδας αποτελούν ελληνικά γράμματα, όπως αυτά που χρησιμοποιούμε σήμερα. Στην εν λόγω πινακίδα υπάρχουν μόνο άγνωστα σε εμάς προϊστορικά σημεία, που δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσωπεύουν. Δεν ξέρουμε σε ποια γλώσσα ανήκουν και – το σημαντικότερο – αγνοούμε εντελώς τη φωνητική τους αξία. Επομένως, είναι αυθαίρετο να ισχυρίζεται κανείς ότι τα σημερινά γράμματα προέρχονται από αυτά που έχουν αποτυπωθεί στην πινακίδα του προϊστορικού Δισπηλιού. Ας δούμε τι δήλωνε για την πινακίδα ο καθηγητής σε παλαιότερη συνέντευξή του στο  Βήμα  (Κιοσσέ 1999): «το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ έχουμε μια προσπάθεια επικοινωνίας του νεολιθικού ανθρώπου που ελπίζουμε κάποτε να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε». Ακολούθως, ο Χουρμουζιάδης εξήγησε ποια είναι τα εμπόδια για την αποκρυπτογράφηση της πινακίδας αυτής: «για να αποκρυπτογραφήσει κανείς ένα κείμενο πρέπει δίπλα στα “σήματα” ή στα ιδεογράμματα να υπάρχει και κάτι το οποίο να του είναι ήδη γνωστό, όπως συνέβη με τον Σαμπολιόν και τη Ροζέτα, όπου επάνω στην πέτρα ήταν χαραγμένα σε αντιστοιχία τρία κείμενα: το ιερογλυφικό, το ελληνιστικό και το δημοτικό. Στην έφυδρη όμως πινακίδα του Δισπηλιού, στην πινακίδα δηλαδή που παρέμεινε στον βυθό της λίμνης 7.500 χρόνια, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». Ο ίδιος αρχαιολόγος, αναφερόμενος στην προϊστορική πινακίδα που έχει ανακαλύψει, χρησιμοποίησε πολύ προσεκτική διατύπωση: έκανε λόγο για  έναν γραπτό κώδικα επικοινωνίας  των κτηνοτρόφων-ψαράδων του Δισπηλιού, για  έναν γραπτό τρόπο επικοινωνίας που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο  και όχι για  μια ελληνική γραφή  (βλ. την ιστοσελίδα). Σε όσους επικαλούνται την ομοιότητα ορισμένων συμβόλων της πινακίδας με σύγχρονα γράμματα, απάντηση δίνει ένα χωρίο του Gelb (19632: 217-218) που δείχνει χαρακτηριστικά πόσο επισφαλή είναι τα συμπεράσματα για την προέλευση διαφόρων συστημάτων γραφής που βασίζονται αποκλειστικά στο κριτήριο της μορφικής ομοιότητας: «αρκετά συχνά σ’αυτό το βιβλίο έχω τονίσει ότι γενικώς διστάζω πολύ να βγάλω συμπεράσματα για την κοινή προέλευση διαφόρων γραφών βασιζόμενος μόνο σε συγκρίσεις εξωτερικής μορφής. Τα σημεία σε όλα τα αρχικά συστήματα γραφής έχουν εικονογραφικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται για να αναπαραστήσουν αντικείμενα του περιβάλλοντος κόσμου. Εφόσον οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο και τα αντικείμενα που τους περιβάλλουν έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, είναι φυσικό να περιμένουμε ότι και οι εικόνες που επινοούνται για τις γραφές θα μοιάζουν επίσης πολύ μεταξύ τους. Έτσι άνθρωποι και μέλη του σώματος, ζώα και φυτά, εργαλεία και όπλα, κτήρια και κατασκευές, ουρανός, γη, νερό και φωτιά απεικονίζονται παντού με εικόνες που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ομοιότητα στη μορφή, γιατί όλα αυτά τα αντικείμενα πράγματι υπάρχουν με όμοιες μορφές. Γι’αυτό και δεν υπάρχει ανάγκη να ισχυρισθούμε πως η προέλευση αυτών των σημείων είναι μία και μοναδική». Ο προϊστορικός άνθρωπος μπορεί να αποτύπωσε σε μια ξύλινη επιφάνεια ένα τριγωνικό σύμβολο, π.χ., που μοιάζει με το σύγχρονο  δέλτα.  Δεν έχουμε, όμως, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι αυτό το άγνωστης φωνητικής αξίας σύμβολο αποτελεί τον πρόγονο του σημερινού  δέλτα.  Δεν έχει καμία βάση και ο ισχυρισμός ότι η γραφή του Δισπηλιού είναι αλφαβητική είδαμε προηγουμένως πώς ορίζεται η  αλφαβητική γραφή.  Μερικοί «αρχαιολάτρες» χρησιμοποιούν όρους που δεν ξέρουν καν τι δηλώνουν! Ας σημειωθεί, ακόμη, ότι το προαναφερθέν χωρίο, που δείχνει ότι το κριτήριο της μορφικής ομοιότητας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για την προέλευση διαφόρων συστημάτων γραφής, δεν αναιρεί την κρατούσα θεωρία για την προέλευση του αλφαβήτου, αφού κυρίαρχο στοιχείο για τη φοινικική προέλευση των συμβόλων του ελληνικού αλφαβήτου είναι όχι η επιφανειακή ομοιότητα των δύο συστημάτων γραφής, του ελληνικού και του φοινικικού, αλλά η ετυμολόγηση των ονομάτων των γραμμάτων από τη Φοινικική (και πρόκειται για  ετυμολόγηση  από τη φοινικική γλώσσα, όχι για  μετάφραση  σε αυτήν, σύμφωνα με την ανακριβή διατύπωση κάποιου).

        Η προσπάθεια μερικών να αναιρέσουν τη φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου έχει ασφαλώς ιδεολογικά αίτια. Ο δανεισμός στοιχείων από έναν άλλον λαό αξιολογείται αρνητικά από μερικούς ιδεολόγους, γιατί θίγει την έννοια της «καθαρότητας» και του «ανόθευτου» για παράδειγμα, ο τραπεζικός υπάλληλος Μ.Σ. σε δημοσίευμά του στην πειραϊκή εφημερίδα  Τα νέα των αποφοίτων της Ιωνιδείου  (φύλλο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2002) γράφει με ικανοποίηση ότι στη γλώσσα του μυκηναϊκού πολιτισμού «δεν παρουσιάζεται καμία ένδειξη εισαγωγής ξένων στοιχείων»... Ωστόσο, αν διαβάσει τη γλωσσολόγο Emilia Masson (βλ. Χριστίδη 2001: 543-546), θα πληροφορηθεί για τις  πρώιμες  επαφές της Ελληνικής με ξένες γλώσσες. Και δεν είναι ντροπή η παρουσία δανείων λέξεων σε μυκηναϊκές πινακίδες! Άλλωστε, από τα ίδια ιδεολογικά κίνητρα ορμώμενοι μερικοί,  προσπαθούν να ανακαλύψουν την ελληνική ετυμολογική προέλευση διαφόρων δανείων (βλ. κεφ. Α΄ 2.5.), αφού η εισροή ξένων λέξεων στο ελληνικό λεξιλόγιο θίγει την ιδέα της «καθαρότητας» που έχουν συλλάβει. Φυσικά, το γεγονός ότι οι Έλληνες δανείστηκαν ορισμένα σύμβολα από τους Φοίνικες και τα χρησιμοποίησαν σαν πρώτη ύλη για τη μετάβαση από τη συλλαβογραφική στην αλφαβητική γραφή δεν σημαίνει τίποτε το μειωτικό για τον ελληνικό πολιτισμό. Απόδειξη ότι η άρνηση της κρατούσας θεωρίας για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου έχει ιδεολογικό χαρακτήρα είναι και το παράδειγμα που ακολουθεί. Η φιλόλογος Ά. Τζιροπούλου-Ευσταθίου (Έλλην Λόγος,  Αθήνα: Γεωργιάδης 2003: 86) γράφει για το θέμα του αλφαβήτου: «το αλφάβητό μας δεν είναι εισαγωγής, δεν είναι φοινικικόν. Το φοινικικόν ψεύδος κατέρρευσε. Το γαλλικό περιοδικό  L Express International,  τ. 2611, 19.8.2001, περιέχει εκτενή αναφορά στον Ελληνικό Πολιτισμό και στο πόσα του οφείλει η σημερινή Δύσις. Πρώτη οφειλή κατά την αξιολόγησι, το  αλφάβητον. Στο εξώφυλλό του γράφει:  η Ελλάς,  της οφείλουμε τα πάντα,  αλφάβητον,  δίκαιον, δημοκρατία, θέατρον, αθλητισμόν, φιλοσοφία, μαθηματικά, ιατρική, ηθική, αστρονομία, τέχνη...». Ακολούθως, παρατίθεται το εξώφυλλο του γαλλικού περιοδικού. Βεβαίως, σύμφωνα με την κοινώς αποδεκτή θέση της γλωσσολογίας, το λατινικό αλφάβητο αποτελεί εξέλιξη του δυτικού ελληνικού-χαλκιδικού αλφαβήτου, δηλ. του αλφαβήτου που μετέφεραν οι Χαλκιδείς στη Ν. Ιταλία. Οι Γάλλοι στο περιοδικό τους επισημαίνουν ακριβώς αυτό, ότι δηλ. το αλφάβητο που χρησιμοποιούν έχει ελληνική προέλευση! Σε καμιά περίπτωση δεν κάνουν λόγο για την προέλευση ή μη του δικού μας αλφαβήτου, δηλ. του ελληνικού, από το φοινικικό σύστημα γραφής! Είναι αξιοσημείωτη η παραπλανητική σύγχυση των δύο θεμάτων εκ μέρους της Ά.Τζ. Ως επιχείρημα εναντίον της φοινικικής προέλευσης του ελληνικού αλφαβήτου προβάλλει ένα πρωτοσέλιδο από γαλλικό περιοδικό, που όμως κάνει λόγο για ένα τελείως διαφορετικό θέμα, την – όντως ελληνική – προέλευση του αλφαβήτου που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι, δηλ. του λατινικού! Το παράδειγμα αυτό αποκαλύπτει πόσο ξένη προς την επιστήμη είναι η μέθοδος που ακολουθούν οι αρνητές της φοινικικής προέλευσης του αλφαβήτου, μιας θεωρίας που όπως προαναφέρθηκε δεν συνεπάγεται τίποτε μα τίποτε το μειωτικό για τον ελληνικό πολιτισμό. Ο ιδεολογικός-πολιτικός χαρακτήρας της προσπάθειας μερικών να αναιρέσουν την κρατούσα θεωρία για το αλφάβητο αποδεικνύεται και από τον απαράδεκτο χαρακτηρισμό  Φοινικιστές.

            Η έλλειψη επιστημονικής γνώσης εκ μέρους των «αρχαιολατρών» φαίνεται και από ορισμένα ερωτήματά τους που θέτουν εντός και εκτός διαδικτύου, με τα οποία ίσως δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς εκτενώς. Παράδειγμα: «πώς είναι δυνατόν οι Έλληνες να πήραν τη γραφή από τους Φοίνικες, οι οποίοι ως γνωστόν έγραφαν μόνο σύμφωνα, και να αναπτύξουν φωνήεντα;». Απάντηση: φυσικά και είναι δυνατόν. Τα σύμβολα του συμφωνογραφικού φοινικικού συστήματος γραφής λειτούργησαν απλώς σαν πρώτη ύλη για τη μετάβαση των Ελλήνων από τη συλλαβογραφική Γραμμική Β΄ στην αλφαβητική γραφή. Φυσικά και είναι δυνατόν να χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για τη δήλωση των φωνηέντων της Ελληνικής ορισμένα φοινικικά σύμβολα που αντιπροσώπευαν προηγουμένως σύμφωνα και ημίφωνα, αφού μια πρώτη ύλη τη διαχειρίζεται κανείς όπως θέλει. Ακόμη ένα παράδειγμα: γράφει ο Γιώργος Ιεροδιάκονος (Ελληνική Φοινίκη,  Αθήνα: Νέα Θέσις 2003: 230-231): «από πού αντλείται το συμπέρασμα ότι το αναφερόμενο αλφάβητο είναι σημιτικό; Όπως είναι γνωστό, η σημιτική γραφή δεν είναι ούτε ποτέ ήταν αλφαβητική [...]. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για σημιτικό αλφάβητο, όταν απ’αυτό το υποτιθέμενο αλφάβητο απουσιάζουν τα φωνήεντα;». Μα, κανείς δεν είπε ότι η σημιτική γραφή ήταν αλφαβητική συμφωνογραφική ήταν (βλ. περισσότερα στον Gamkrelidge 2000: 51-53). Λειτούργησε, όμως, σαν πρώτη ύλη για τη δημιουργία από τους Έλληνες της πρώτης αλφαβητικής γραφής. Ύστερα, όποιος γλωσσολόγος μιλάει για σημιτικό αλφάβητο, χρησιμοποιεί τον όρο  αλφάβητο  με την ευρύτερη έννοια, αυτήν του εν γένει συστήματος γραφής, και όχι με τη στενότερη, αυτήν του  φθογγογραφικού  συστήματος γραφής, όπου υπάρχει αντιστοιχία φθόγγων-γραμμάτων. Άρα, κανείς δεν είπε ότι υπήρχε σημιτικό φθογγογραφικό σύστημα γραφής, δηλ. σημιτική αλφαβητική γραφή – οι Έλληνες είναι οι δημιουργοί του αλφαβητικού συστήματος γραφής. Άλλα ερωτήματα, από χρήστες του διαδικτύου αυτή τη φορά: «αφού η προέλευση του αλφαβήτου είναι φοινικική, γιατί η Ελληνική θεωρείται ινδοευρωπαϊκή και όχι ...σημιτο-χαμιτική γλώσσα;». Επίσης: «οι Έλληνες, αφού πήραν τα γράμματα από τους Σημιτοφοίνικες..., γιατί η Φοινικική τότε συγκαταλέγεται στη σημιτο-χαμιτική οικογένεια κι όχι στην ινδοευρωπαϊκή;». Και μόνο αυτά τα ερωτήματα είναι αρκετά, για να αποκαλύψουν τη σύγχυση των «αρχαιολατρών». Μα, ο δανεισμός των συμβόλων του ελληνικού αλφαβήτου από τη φοινικική γραφή αποτελεί θέμα εντελώς άσχετο με την ένταξη της Ελληνικής στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών ή της Φοινικικής στις σημιτο-χαμιτικές γλώσσες. Ο παράγοντας που ορίζει σε ποια οικογένεια ανήκει μια γλώσσα είναι η γραμματικοσυντακτική της δομή. H γλώσσα Σουαχίλι για να αναφέρουμε μια περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ινδοευρωπαϊκή, γιατί είναι  συγκολλητική γλώσσα  (agglutinative language), σε αυτήν δηλ. διάφορα μορφήματα παρατάσσονται το ένα μετά το άλλο σε μια λέξη αντίστοιχη με τη φράση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Παράδειγμα: wametulipathey have paid us, consisting of  wa- they +  -me-  Perfect +  -tu-  us-lip-  pay -a  Indicative (Trask 1997: 10).< Μήπως το γεγονός ότι η τουρκική γλώσσα γράφτηκε το 1928 σε λατινικό αλφάβητο, ενώ έως τότε αποδιδόταν στην αραβική γραφή, σημαίνει ότι θα πρέπει να ενταχθεί στην ίδια οικογένεια π.χ. με την Αγγλική, όπου χρησιμοποιείται επίσης λατινικό αλφάβητο; Το θέμα του αλφαβήτου, όμως, αξίζει να αντιμετωπιστεί συνολικά, σε ξεχωριστή εργασία, όπου θα σχολιαστεί περαιτέρω το περιεχόμενο του προαναφερθέντος βιβλίου του Ιεροδιάκονου. 

β) η δεύτερη περίπτωση κατά την οποία μειώθηκε η απόσταση που χώριζε τη γραφή από την προφορά της Ελληνικής ήταν η εισαγωγή του ευκλειδείου αλφαβήτου το 403 π.Χ. στην Αθήνα (βλ. Mπαμπινιώτη 1985 β: 15- 16). Τα βασικότερα χαρακτηριστικά του παλαιοτέρου και του νεοεισαχθέντος αλφαβήτου ήταν τα ακόλουθα: στο προευκλείδειο αλφάβητο, το Ε δήλωνε το  -ε-,  το  -η-  και τη δίφθογγο     -ει-, όταν ήταν νόθος, όταν δηλ. είχε δημιουργηθεί από συναίρεση (π.χ.  υμείς) ή αντέκταση (π.χ. είναι). Επίσης, το Ο δήλωνε το  -ο-,  το  >-ω-  και τη νόθο δίφθογγο  -ου-,  που είχε σχηματιστεί από συναίρεση (π.χ.  Θουκυδίδης ) ή αντέκταση (π.χ.  Μούσα). Στο ευκλείδειο, απεναντίας, το Ε παριστάνει μόνο το  -ε-  (π.χ.  εστί), το  -η-  παριστάνεται με το Η, ενώ η δίφθογγος  -ει-,  είτε νόθος (π.χ.  τρεις ) είτε γνησία (π.χ.  δεινός), με το ΕΙ· επίσης, το Ο δηλώνει μόνο το  -ο-,  το  -ω-  αποδίδεται με το Ω, ενώ η δίφθογγος  -ου-,  είτε νόθος (π.χ. πολέμου) είτε γνησία (π.χ. ούτω), με το ΟΥ. Τέλος, παρά την ορθογραφική μεταρρύθμιση, εξακολούθησε να μη δηλώνεται στη γραφή η διάκριση ανάμεσα στα μακρά και τα βραχέα -α-, -ι-  και  -υ-,  πράγμα που αποτελεί βασικό μειονέκτημα του ευκλειδείου αλφαβήτου (Αllen 2000: 31- 32).

Ως παράδειγμα για τα παραπάνω, θα παρατεθεί ακολούθως το προοίμιο της Οδύσσειας (α΄, 1-10) και η απόδοσή του στο προευκλείδειο αλφάβητο:

 

Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά

πλάγχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε·

πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω,

πολλά δ’ ο γ’ εν πόντω πάθεν άλγεα ον κατά θυμόν,

αρνύμενος ην τε ψυχήν και νόστον εταίρων.

αλλ’ ουδ’ ως ετάρους ερρύσατο, ιέμενός περ·

αυτών γαρ σφετέρησιν ατασθαλίησιν όλοντο,

νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος Ηελίοιο

ήσθιον× αυτάρ ο τοίσιν αφείλετο νόστιμον ήμαρ.

των αμόθεν γε θεά, θύγατερ Διός, ειπέ και ημίν.

 

ΑΝΔΡΑΜΟΙΕΝΝΕΠΕΜΟΣΑΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝΗΟΣΜΑΛΑΠΟΛΛΑ

ΠΛΑΓΘΕΕΠΕΙΤΡΟΙΕΣΗΙΕΡΟΝΠΤΟΛΙΕΘΡΟΝΕΠΕΡΣΕ

ΠΟΛΛΟΝΔΑΝΘΡΟΠΟΝΙΔΕΝΑΣΤΕΑΚΑΙΝΟΟΝΕΓΝΟ

ΠΟΛΛΑΔΗΟΓΕΝΠΟΝΤΟΙΠΑΘΕΝΑΛΓΕΑΗΟΝΚΑΤΑΘΥΜΟΝ

ΑΡΝΥΜΕΝΟΣΗΕΝΨΥΧΕΝΚΑΙΝΟΣΤΟΝΗΕΤΑΙΡΟΝ

ΑΛΛΟΥΔΗΟΣΕΤΑΡΟΣΕΡΡΥΣΑΤΟΗΙΕΜΕΝΟΣΠΕΡ

ΑΥΤΟΝΓΑΡΣΦΕΤΕΡΕΙΣΙΝΑΤΑΣΘΑΛΙΕΙΣΙΝΟΛΟΝΤΟ

ΝΕΠΙΟΙΗΟΙΚΑΤΑΒΟΣΗΥΠΕΡΙΟΝΟΣΕΕΛΙΟΙΟ

ΕΣΘΙΟΝΑΥΤΑΡΗΟΤΟΙΣΙΝΑΦΕΛΕΤΟΝΟΣΤΙΜΟΝΕΜΑΡ

ΤΟΝΑΜΟΘΕΝΓΕΘΕΑΘΥΓΑΤΕΡΔΙΟΣΕΙΠΕΚΑΙΗΕΜΙΝ

 

1.4. ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Ειδικότερα στη νέα Ελληνική, το ορθογραφικό πρόβλημα συνίσταται στην ασυμφωνία σχετικά με τη γραφηματική απόδοση μερικών λέξεων, που αποκαλύπτεται από την ύπαρξη διαφορετικών γραφών στα σύγχρονα λεξικά. Παράδειγμα, η μη κοινή ορθογραφική παράσταση ορισμένων μεταγενέστερων και μεσαιωνικών λέξεων, όπως  του  καινούργιος,  που  αποτελεί εξέλιξη του  καινουργής  (Χατζιδάκις 1907: 11- 12) και ανάγεται στο αρχ.  έργον  (ΛΝΕΓ, λ.  καινούργιος ) και του  φτειάχνω,  που ανάγεται στο μεσαιωνικό  ευθειάζω  (Χατζιδάκις 1934: 379). Οι ετυμολογικές γραφές των λέξεων αυτών είναι  καινούργιος  (με  -γ- ) και  ( φτειάχνω ) με  -ει-,  ενώ οι απλοποιημένες  καινούριος  (χωρίς    -γ- ) και  φτιάχνω   (με  -ι- ).

Ο Τριανταφυλλίδης (1965: 329), τουλάχιστον με βάση τα δεδομένα της εποχής του, απέδωσε το πρόβλημα αυτό σε τέσσερεις λόγους, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι είναι εσωτερικοί- γλωσσικοί και προκύπτουν από τη φύση της ιστορικής ορθογραφίας που ακολουθείται στην Ελληνική, ενώ οι άλλοι δύο εξωτερικοί, άσχετοι με το συγκεκριμένο είδος της ορθογραφίας. Αναλυτικά, οι λόγοι του ορθογραφικού προβλήματος είναι:

α) η αμφιβολία σχετικά με την ετυμολογική προέλευση πολλών νεότερων τύπων: π.χ. το  αλλιώς,  για το οποίο γίνεται λόγος στο Β΄, 2.4., γραφόταν με  -οι-  ως προερχόμενο από το αρχ.  αλλοίως ·  ωστόσο, απεδείχθη (Ψάλτης 1923: 93- 94) ότι προέρχεται από το μεσαιωνικό  αλλέως  με συνίζηση, που μπορεί να αποδοθεί με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, δηλ. με  -ι-  ( αλλιώς ).

β) η διάσταση απόψεων ως προς την έκταση, τον τρόπο και τη συνέπεια με την οποία θα εφαρμοστεί η  ιστορική / ετυμολογική  αρχή, αυτή δηλ. που ορίζει ότι η ετυμολογία μιας λέξης υπαγορεύει την ορθογραφία της: κατά τον Τριανταφυλλίδη, «γράφομε  ράχη  κατά το  νίκη ·  φιλί  κατά το  τυρί ·  όχι όμως και  Σάμω  κατά το  Κλειώ ». Η ένταξη του  φιλί  (< αρχ. απαρ.  φιλείν ) στο ευρύτερο σύστημα των ουδετέρων σε   -ι  αποτ;ελεί ένα κριτήριο για την απόκλισή του από την ετυμολογική ορθογραφία, το οποίο επιβάλλει να γραφεί με  -ι-  και όχι με  -ει-  ·  το κριτήριο, όμως, της ένταξης σε σύστημα δεν λειτουργεί στην περίπτωση του τύπου ( η Σάμο,  εφόσον το συγκεκριμένο όνομα δεν γράφεται με  -ω  σύμφωνα με άλλα θηλυκά σε  -ω,  όπως  Κλειώ, Θεανώ, Φρόσω, Μέλπω  κ.ά. Την ασυνέπεια αυτήν επεσήμανε ο Χατζιδάκις (1905: 622): «νυν δε και αυτοί οι γράφοντες  ο Γρηγόρης, ο Παππαδάκης, η πόλη  [αντί  ο Γρηγόρις  <  ο Γρηγόριος, ο Παππαδάκις  <  ο Παππαδάκιν, η πόλι  <  η πόλις], δεν τολμώσι να γράψωσιν  η Σάμω, η Κόρθω  κ.λπ., ούτω δε περιπίπτουσιν εις ανακολουθίας, όλως αδικαιολογήτους» – ας σημειωθεί παρενθετικά ότι η ετυμολογική γραφή αρσενικών ονομάτων σε  -άκις  είναι με  -ι-,  γιατί αυτά προήλθαν από ουδέτερα σε  -άκιον  (Χατζιδάκις 1905: 422- 423).

γ) «το αγλωσσολόγητο μεγάλου μέρους των μορφωμένων και συχνά η θυμοσοφική τους περιφρόνηση για τα διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης ( η γυναίκες)». Ο Τριανταφυλλίδης εδώ κάνει απλώς έναν υπαινιγμό για τη στάση του Άγγελου Βλάχου έναντι της επιστημονικής ορθογραφίας του θηλυκού άρθρου  οι  (βλ. την ετυμολογία του στο Α, 1.1.2.)· αλλού, όμως (1965: 104- 105), αναφέρει τη χαρακτηριστική γνώμη του Βλάχου για την ορθογραφία των τύπων  οι γυναίκες, τις γυναίκες : «[…] ως προς τη νεοφανή ορθογραφίαν τύπων τινών της δημώδους γλώσσης, ην προσπαθή από τινος να επιβάλη εις τους γράφοντας η γλωσσολογική, ως λέγεται, επιστήμη. Περί της ορθογραφίας του καινοτόμου δόγματος καθ’ ο, πλην άλλων,  και   αι   γυναίκες  μεταβάλλονται  εις  άνδρας  ή  εις  αόριστον  ύπαρξιν  (οι  γυναίκες,  τις  γυναίκες), ομολογεί ταπεινώς ο γράφων ότι δεν κατώρθωσε να πεισθή».[5] 

To αγλωσσολόγητο και η περιφρόνηση για τη γλωσσολογία φαίνεται και από το ακόλουθο παράδειγμα, που προέρχεται  από  προσωπική  εμπειρία  του  γράφοντος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας: σε μια συζήτηση για την ορθογραφία της λ.  ορθοπαιδική  (βλ. κεφ. Β΄, 2.6.), μια λοχαγός αντέδρασε απαξιωτικά στην αδιαμφισβήτητη επιστημονική θέση ότι η λέξη πρέπει να γράφεται με  ­αι-  και αντέτεινε ότι σε ένα «επίσημο» έγγραφο του στρατού η λέξη ήταν  γραμμένη με -ε-.  Ο γράφων τής εξήγησε ότι μπορεί να φέρει δεκάδες έγγραφα όπου η λέξη αυτή όντως είναι γραμμένη με  -ε-, αλλά αυτό δείχνει απλώς ποια είναι η συνήθης γραφή και δεν αποδεικνύει τίποτα για την επιστημονική βάση της! Εδώ βλέπουμε ότι για τους μη ειδικούς ό,τι είναι γραμμένο, και μάλιστα στην «επίσημη» χρήση της γλώσσας, συχνά περιβάλλεται με κύρος. Ωστόσο, μια λέξη στην τάδε μορφή της (π.χ. η λ.  ορθοπεδική,  δηλ. με  -ε- ), όσο «επίσημο» κι αν είναι το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται, έχει γραφεί από έναν  άνθρωπο,  ο οποίος μπορεί κάλλιστα να έχει κάνει λάθος! Όλα κρίνονται!

δ) «ο νεοελληνικός ατομισμός, που φανερώνεται τόσο συχνά σε ξεχωριστές ετυμολογήσεις και γραφές ή που εννοεί να εφαρμόζωνται από τον καθένα, στην ορθογραφία της κοινής γλώσσας, οι ατομικές του γραφές και θεωρίες». Ο Τομπαΐδης (1998), επίσης, αναφέρει ότι η ορθογραφική αναρχία αποτελούσε σύνηθες  φαινόμενο στο παρελθόν, «όταν ακουγόταν από τον καθέναν το “αυτό εγώ το γράφω έτσι”!». Θα πρέπει πάντως να διευκρινιστεί ότι το  ορθογραφικό  πρόβλημα  της  νέας  Ελληνικής έχει  σήμερα  μικρότερες   διαστάσεις   από   ό,τι  στο   παρελθόν.   Η   «ορθογραφική αναρχία», για την οποία έκανε λόγο πριν από μερικές  δεκαετίες  ο  Τριανταφυλλίδης, σήμερα έχει δώσει τη θέση της σε ένα μικρής κλίμακας ορθογραφικό  πρόβλημα,  που αφορά σε 300 περίπου λέξεις της νέας Ελληνικής (Μπαμπινιώτης 1999α). Αυτό οφείλεται κυρίως στις διαφωτιστικές για τη νεοελληνική ορθογραφία ετυμολογικές μελέτες ειδικών επιστημόνων (αναφέρονται στον Μπαμπινιώτη 1997β).

Στα εξωγλωσσικά αίτια του ορθογραφικού προβλήματος θα μπορούσε να προστεθεί η διαπλοκή της ιδεολογίας με την ορθογραφία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι ακόλουθες τρεις:

α) η άποψη ορισμένων ότι διάφορες γραφές που έχουν υιοθετηθεί με βάση  τα  διδάγματα  της  γλωσσολογίας  (π.χ.  αβγό, αφτί, δικλίδα, καλύτερος  κ.λπ.) αποτελούν προϊόντα ορθογραφικής απλοποίησης ή γλωσσικής έκπτωσης, ενώ οι αντίστοιχες «σχολικές»  (αυγό, αυτί ),  «συνήθεις» (δικλείδα)  ή   «παλαιότερες»   (καλλίτερος) αντιπροσωπεύουν μια καλύτερη γλωσσική πραγματικότητα που δήθεν υπήρχε άλλοτε στον   χώρο   της   ορθογραφίας.    Ωστόσο,   τα   -φ-   και   -β-    των    αφτί    (βλ.   το Β΄, 2.2.) και  αβγό  (βλ. το Β΄, 2.2.), το   -ι-   του   δικλίδα   (< αρχ.  δικλίς,  -ίδος )  ╒αι   το   απλό    -λ-  του  καλύτερος  (βλ. το Β΄, 2.1.) δεν γράφονται αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με  την  ετυμολογία  των  λέξεων  αυτών.  Η κινδυνολογία που καλλιεργούν ορισμένοι, σύμφωνα με  την  οποία  τέτοιες  γραφές  αποτελούν  δείγματα  εφαρμογής της φωνητικής ορθογραφίας, απλώς μαρτυρεί την ερασιτεχνική μέθοδο με την οποία προσεγγίζουν το συζητούμενο θέμα (για μια ανάλογη περίπτωση σχετικά με τη γαλλική ορθογραφία, βλ. Encrevé 1995: 115- 116). Χρέος του γλωσσολόγου, όμως, είναι να καθιστά ευρύτερα γνωστή την επιστημονική ετυμολογία των λέξεων, προκειμένου ο μέσος ομιλητής να γνωρίζει ότι αυτή αποτελεί τη βάση ορισμένων ορθογραφήσεων που τον ξενίζουν (βλ. περισσότερα στο Β΄, 2.).

β) η τάση για «ελληνοποιημένη» απόδοση ξένων λέξεων με τη χρήση των  «ελληνικότερων»  -υ-  και     -ω-  αντί  των    -ι-  και  -ο-  αντίστοιχα, που οφείλεται (Χαραλαμπάκης 1999: 4): «σε εσφαλμένη ετυμολογία (πυλωτή  αντί για το ορθό  πιλοτή  < γαλλ. pilotis […]), σε αυθαίρετη μεταγραφή  ( κολώνια  =  κολόνια  < γαλλ. [eau de] Cologne), σε πιστή απόδοση ξενικών φθόγγων (  πέναλτυ  =  πέναλτι  < αγγλ. penalty) κ.ά.». Σχετικό με το  κολόνια  είναι το παράδειγμα του  βεζίρης  (< τουρκ. vezir), που αναφέρει ο Τριανταφυλλίδης (1965: 32, 124): η συγκεκριμένη λέξη πρέπει να γράφεται με  -ι-,  προκειμένου να αποδοθεί με τον απλούστερο τρόπο ο αντίστοιχος τουρκικός τύπος· γραφόταν, όμως, με  -υ-  (βεζύρης) στα πλαίσια της «ελληνοποιημένης» γραφής των δανείων, για την οποία έγινε λόγος. Τέτοιες γραφές   με  -υ-  και  -ω-  θεωρούνται από μερικούς «ελληνικότερες», επειδή τα γράμματα αυτά απουσιάζουν από το λατινικό αλφάβητο. Όσο άστοχη, όμως, θα ήταν, π.χ., η ορθογράφηση  *σικότι  αντί  συκώτι  (που ανάγεται στο μτγν.  συκωτός ), άλλο τόσο είναι και η υιοθέτηση των αβάσιμων επιστημονικά γραφών  κολώνια, βεζύρης.

γ) η τάση για αποφυγή ορισμένων ορθογραφήσεων που φαίνονται «συντηρητικές», όπως  γλυτώνω  (που ανάγεται στο αρχ.  έκλυτος ).  Όσο παράλογη, όμως, φαίνεται σε μερικούς η αναντιστοιχία προφοράς- γραφής σε μια γλώσσα, άλλο τόσο είναι και η ασυνέπεια στο σύστημα ορθογραφίας που εφαρμόζεται. Εφόσον ακολουθείται από όλους η ετυμολογική γραφή, π.χ.,  του  γλείφω  (< αρχ.  εκλείχω), αυτή δηλ. με     -ει-,  και όχι με  -ι-,  δεν είναι λογικό να υιοθετηθεί η απλοποιημένη γραφή  γλιτώνω.  Το αντεπιχείρημα, βεβαίως, είναι ότι η απλογράφηση του  γλυτώνω  βασίζεται στο κριτήριο της χρήσης. Ωστόσο, αυτή η χρήση, που έχει διαμορφωθεί με δεδομένο ότι η ορθογραφία δεν διδάσκεται σήμερα συστηματικά, μπορεί να αλλάξει, εφόσον η έννοια της ρύθμισης στον χώρο της ορθογραφίας δεν έχει αρνητική χροιά.

 


 [5] Ο Χατζιδάκις (1905: 569), απεναντίας, που δίδαξε την επιστημονική ετυμολογία και ορθογραφία του θηλ. άρθρου  οι,  απάντησε ως εξής στο ευφυολόγημα του Βλάχου για τη γραφή του τύπου αυτού: «η αντίρρησις ότι δια της ορθογραφίας ταύτης αι γυναίκες μεταβάλλονται εις άνδρας, δύναται να νομίζηται ευφυής και να είναι χρήσιμος εν κωμωδίαις και ευφυολογίαις, αλλ’ εν επιστημονική συζητήσει ουδεμίαν δύναται να έχη σημασίαν. Ουδείς δ’ ανθρώπων θα δυνηθή σπουδάζων να αποδείξη πώς το  -αι-  ετράπη φωνητικώς εις  -η-  [με υπογεγραμμένη], όπως πολλοί γράφουσιν».


 ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ