ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

                 ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

ΣΥΜΒΟΛΑ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.1.

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ – ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.2.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.1.

ΤΟ ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

1.2.2.

ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

2.1.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ  ΚΡΑΤΥΛΟΥ

2.2.

ΟΙ ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

2.3.

Η «ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ»

2.4.

Η «ΛΕΞΑΡΙΘΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»

2.5.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΔΑΝΕΙΕΣ

2.6.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΑΝΥΠΑΡΚΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΛΛΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

1.1.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: ΓΡΑΦΗ, ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, ΓΡΑΦΗΜΑ

1.2.

ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ

1.3.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

1.4.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.1.

H ΛΕΞΗ  ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ

2.2.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΑΦΤΙ  ΚΑΙ  ΑΒΓΟ

2.3.

Η ΛΕΞΗ  ΒΡΟΜΑ

2.4.

Η ΛΕΞΗ  ΑΛΛΙΩΣ

2.5.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΠΑΛΙΟΣ- ΔΙΚΙΟ- ΕΛΙΑ

2.6.

Η ΛΕΞΗ  ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ

 

 

 


                  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΜΕΡΟΣ Α

2. ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

Ο μέσος ομιλητής δείχνει για την ετυμολογία των λέξεων μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι για άλλα γλωσσικά θέματα (Landau 1989: 98), με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την ορθότητα των απόψεων που μπορεί να υιοθετήσει. Ειδικά μάλιστα ο Έλληνας, ομιλητής μιας γλώσσας με μεγάλη και αδιάσπαστη προφορική και γραπτή παράδοση, πολλές φορές διακατέχεται από «ετυμολογικό πάθος», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Σετάτος (1994: 81), ο οποίος προσθέτει: «η ετυμολόγηση παρουσιάζει συχνά, εντονότερα από άλλες περιοχές της γλωσσολογικής έρευνας, ιδιαίτερη ψυχολογία. Η αναζήτηση του αγνώστου που κρύβεται σε όλα ή σε μερικά στοιχεία μιας γλωσσικής μονάδας, ο ενθουσιασμός της λύσης ενός ετυμολογικού προβλήματος (και οι όχι σπάνιες επάρσεις), οι αντικρουόμενες απόψεις και διαμάχες, […] δημιουργούν ένα ιδιαίτερο κλίμα, που σε άλλες περιοχές (π.χ. σε ακατανόητα κείμενα, στη μητρική ή ξένη γλώσσα) σπάνια εμφανίζεται στον πολύ κόσμο» (Σετάτος 1994: 81- 82).

Στην πραγματικότητα, όμως, ο απλός ομιλητής δεν ενδιαφέρεται για την εξειδικευμένη ετυμολογία, αλλά για απλά διατυπωμένες ετυμολογικές πληροφορίες σχετικά με λέξεις που χρησιμοποιεί στον καθημερινό του λόγο. Για παράδειγμα, δεν ασχολείται με τους φωνολογικούς νόμους που διέπουν τη γλωσσική μεταβολή και θεμελιώνουν επιστημονικά την ετυμολόγηση των λέξεων· αντίθετα, επικεντρώνει την προσοχή του στην πληροφορία ότι, π.χ., δύο πολύ γνωστές του και εκ πρώτης όψεως άσχετες μεταξύ τους λέξεις αλληλοσυνδέονται ετυμολογικά.

Συναφής με το ξεχωριστό ενδιαφέρον που έχει ο απλός ομιλητής για την ετυμολογία είναι και η τάση που παρατηρείται μερικές φορές να τη χρησιμοποιεί ως μέσο για την προβολή καθαρά ιδεολογικών θέσεων, που έρχονται σε αντίθεση με τα διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης. Ένας ετυμολόγος στο διαδίκτυο, π.χ., στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την ελληνική προέλευση του αγγλ. exit, αρχικά παρέπεμψε στα λήμματα exit και issue του ηλεκτρονικού λεξικού Webster:

 

ex·it

Etymology: Latin, he goes out, from  exire  to go out, from  ex- + ire  to go -- more at ISSUE

 

is·sue

Etymology: Μiddle English, exit, proceeds, from Middle French, from Old French, from issir to come out, go out, from Latin exire to go out, from  ex- +  ire  to go; akin to Gothic  iddja  he went, Greek  ienai  to go, Sanskrit  eti  he goes  

 

Ακολούθως, ο συγκεκριμένος ετυμολόγος έβγαλε το συμπέρασμα ότι σύμφωνα με το Webster το αγγλ. issue και κατ’επέκταση το exit ετυμολογούνται από το ελλην.  ιέναι.  Φυσικά, η ψύχραιμη – χωρίς παραμορφωτικούς-ιδεολογικούς φακούς – ανάγνωση του λήμματος issue του ανωτέρω λεξικού οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα, ότι ο αγγλικός τύπος απλώς συνδέεται ετυμολογικά με τον ελληνικό. Άλλωστε, akin to Greek  ienai  σημαίνει ότι το αγγλ. issue είναι  συγγενές με  – και όχι βέβαια  προερχόμενο από το ελλην.  ιέναι! Διαφορετική είναι η περίπτωση λέξεων της Αγγλικής που όντως ανάγονται στην Ελληνική (βλ. Μπαμπινιώτη 2000), όπως π.χ. η λ. calm. Εδώ δεν χρησιμοποιείται η διατύπωση akin to Greek..., αλλά from Greek..., ξεκάθαρο δείγμα ότι ο ελληνικός τύπος εδώ πράγματι αποτελεί τον πρωταρχικό:

 

calm

Etymology: Middle English  calme,  from Middle French, from Old Italian calma, from Late Latin  cauma  heat, from Greek  kauma,  from  kaiein  to burn

 

Η παραποίηση του περιεχομένου του λ. issue οφείλεται ασφαλώς σε ιδεολογικά αίτια. Πέρα από αυτό το κρίσιμο θέμα όμως, ο ίδιος ετυμολόγος επικαλέστηκε δύο επιχειρήματα, για να αποδείξει ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή του issue ο ελληνικός τύπος αποτελεί την πηγή των λοιπών: πρώτον, ότι η ινδοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα είναι «φανταστική» και όχι πραγματική· δεύτερον, ότι τα Ελληνικά είναι η παλαιότερη και πλουσιότερη γλώσσα. Κατ’αρχάς, όπως θα δούμε ακολούθως (κεφ. Α, 2.6.), τα κοινά στοιχεία που παρατηρούνται σε διάφορες ευρωπαϊκές και ασιατικές γλώσσες είναι «βασικά» (αριθμητικά, αντωνυμίες, κλίση ονομάτων και ρημάτων στο σύνολό της, συντακτικές δομές κ.ά.), δηλ. δεν ανήκουν σε αυτά που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δανεισμού από τη μια γλώσσα στην άλλη άρα δεν είναι δάνεια ούτε από την Ελληνική. Ύστερα, έναντι της «φανταστικής» ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας, πραγματική δεν είναι μόνο η Ελληνική, αλλά και η Σανσκριτική, για παράδειγμα. Με αυτήν τη λογική δηλαδή, γιατί να μη θεωρηθεί πρωτογλώσσα η Σανσκριτική;  Στο επιχείρημα ότι η Ελληνική είναι η παλαιότερη, λ.χ., από την Ινδοϊρανική, όπου ανάγεται η Σανσκριτική, απαντούμε ότι παλαιότερες είναι οι πρώτες  γραπτές  μαρτυρίες της Ελληνικής, πράγμα που οφείλεται ασφαλώς σε ιστορικές συγκυρίες· είναι άγνωστο πότε άρχισε να  μιλιέται  η μία και πότε η άλλη γλώσσα. Στο επιχείρημα ότι τα Ελληνικά είναι πλουσιότερα από τα Σανσκριτικά ως προς τη δομή και το λεξιλόγιο, η απάντηση έρχεται από τα  Είδωλα  του Ροΐδη (1893: 47-48, βλ. και Χάρη 2001: 125-126): «αν περιορισθώμεν εις μόνην [...] την πρωτότοκον θυγατέρα της Αρίας και πρεσβυτέραν αδελφήν της ελληνικής και της λατινικής Σανσκρίτην, την δια πλήθους επικουρημάτων εις πάντα λόγιον σήμερον προσιτήν, ευρίσκομεν και ταύτην αρκούσαν προς μετριασμόν του τύφου παντός πιστεύοντος, ότι εις τον όγκον του τυπικού και του λεξικού έγκειται η μοναδική της ελληνικής υπεροχή. Πώς τω όντι να εξακολουθήση κομπάζων δια τον πλούτον αυτής απέναντι των τεσσαράκοντα επτά στοιχείων του σανσκριτικού αλφαβήτου, των οκτώ πτώσεων του ονόματος, των δέκα του ρήματος συζυγιών, των επτά τύπων του αορίστου και των τριών παρωχημένων της προστακτικής; Πού δε ν’ανεύρωμεν εις ελληνικόν ή άλλης οιασδήποτε γλώσσης λεξικόν πέντε συνώνυμα της χειρός, ένδεκα του φωτός, δεκαπέντε του νέφους, είκοσι της σελήνης, ισάριθμα της σφαγής, τριάκοντα του πυρός και περισσότερα του ηλίου; Μάταιον δε θα ήτο και ν’αναζητήσωμεν ειδικόν επίθετον προς παράστασιν της ερυθρότητος της γλώσσης, άλλο δια το ερύθημα της παρειάς, τρίτον δια τα ούλα και τέταρτον δια τα χείλη, και παρ’αυτοίς πέντε άλλα προς απεικόνισιν της καμπύλης των οφρύων, τέσσαρας βαθμούς απαλότητος του δέρματος και οκτώ λειότητος των τριχών». Φυσικά, αυτό το χωρίο του Ροΐδη δεν αποδεικνύει για τη Σανσκριτική ούτε ότι υπερέχει στον Χάρη (2001: 125), πριν από το απόσπασμα αυτό γίνεται εύστοχα λόγος για την «υπεροχή», δηλ. την  εντός εισαγωγικών υπεροχή, της σανσκριτικής γλώσσας ούτε ότι συνιστά την πηγή των λοιπών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών· δίνει όμως μια απάντηση σε όσους επιχειρούν επιπόλαιες συγκρίσεις γλωσσών, βασιζόμενοι σε «ποσοτικά» κριτήρια που δεν έχουν επιστημονικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι διάφορες ανακρίβειες των «αρχαιολατρών» οι οποίες σχετίζονται με τις ινδοευρωπαϊκές σπουδές αξίζει να αντιμετωπιστούν συνολικά, σε ξεχωριστή εργασία.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα ερασιτεχνισμού στον χώρο της θεωρίας της γλώσσας και, ειδικότερα, της ετυμολογίας που θα μας απασχολήσουν εδώ είναι: η ιδεολογική στάση έναντι του  Κρατύλου ·  η προβολή διαφόρων επιχειρημάτων με τα οποία υποστηρίζονται οι ετυμολογίες του συγκεκριμένου έργου και αμφισβητείται η συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου, δηλ. η μία από τις δύο αρχές που διακρίνουν την επιστημονική από τη μη επιστημονική φάση στην ετυμολόγηση των λέξεων (βλ. το Α, 1.2.2.) ο αβάσιμος ισχυρισμός ότι η Ελληνική είναι «η μόνη μη συμβατική γλώσσα του κόσμου, η μόνη γλώσσα δηλαδή που παρουσιάζει αιτιώδη σχέση μεταξύ του σημαίνοντός της (λέξεως) και του σημαινομένου της (του πράγματος που ονομάζει η λέξη)» έχει προβληθεί για την αναίρεση της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, ενώ για την Ελληνική έχει υποστηριχθεί ατυχώς και ότι «είναι η πρώτη και η μόνη δημιουργηθείσα γλώσσα του ανθρωπίνου είδους, από την παραφθορά της οποίας απέρρευσαν οι συμβατικές γλώσσες (δηλαδή αυτές όπου υπάρχει αναιτιώδης σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου), όπως είναι όλες ανεξαιρέτως οι λοιπές γλώσσες του πλανήτη». Στο πρώτο μέρος της εργασίας μας, φαίνεται ότι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν έχουν κανένα επιστημονικό-γλωσσολογικό υπόβαθρο· θα μας απασχολήσει η λεγόμενη «λεξαριθμική θεωρία», η οποία επίσης έρχεται σε αντίθεση με τον συμβατικό χαρακτήρα του σημείου· ακόμη, η εμπειρική ετυμολόγηση από την Ελληνική λέξεων που είναι αποδεδειγμένα δάνειες· και, τέλος, η «ανακάλυψη» ανύπαρκτων ελληνικών λέξεων σε γλώσσες άλλων ηπείρων. Αναλυτικά:  

 

2.1. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ  ΚΡΑΤΥΛΟΥ

 Με αφορμή την αναθεώρηση από τη σύγχρονη γλωσσολογία των ετυμολογιών του πλατωνικού  Κρατύλου,  ο φιλόλογος Απόστολος Τζαφερόπουλος (εφημ.  Ελληνική Αγωγή,  φύλλο Νοεμβρίου 1999) έχει διατυπώσει δύο ιδεολογικές απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο  Κρατύλος  του Πλάτωνα, εφόσον είναι ένα τόσο αξιόλογο αρχαιοελληνικό κείμενο, δεν μπορεί να δίνει αντιεπιστημονικές ετυμολογικές πληροφορίες, όπως διδάσκει η σύγχρονη γλωσσολογία. Πράγματι, ο  Κρατύλος  αποτελεί ένα πολύτιμο κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, γιατί αποκαλύπτει έναν έντονο προβληματισμό και περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές θέσεις για τη γλώσσα. Το συγκεκριμένο έργο είναι ένα αξιόλογο φιλοσοφικό κείμενο, που πραγματεύεται ένα σημαντικό θέμα, το είδος της σχέσης που συνδέει τα ονόματα και τα πράγματα, δηλ. τον φυσικό ή συμβατικό χαρακτήρα της σχέσης αυτής. Ο πλατωνικός αυτός διάλογος, όμως, δεν έχει την αξία ειδικού γλωσσολογικού εγχειριδίου, που μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη πηγή ετυμολογικών πληροφοριών· η αξία του είναι γενικότερη, αφού ένα αρχαίο κείμενο δεν αξιολογείται μόνο με βάση την επιστημονική του εγκυρότητα ή την απόκλισή του από γλωσσολογικά διδάγματα, που εμφανίστηκαν τον 19ο και τον 20ό μόλις αιώνα. Για τις εσφαλμένες ετυμολογίες που απαντούν σε μερικά αρχαία κείμενα, ο Χατζιδάκις (1977: 127) επισημαίνει μάλιστα: «αν τις θελήση να λάβη υπ’όψιν ότι ταύτα συνέβαινον ότε ούτε τα μέρη του λόγου είχον διακριθή ούτε αι καταλήξεις, πτωτικαί, προσωπικαί, παραγωγικαί κ.λπ. ούτε ρίζαι ή θέματα, ούτε χρόνοι ή συζυγίαι ή εγκλίσεις κ.λπ. κ.λπ. είχον διευκρινηθή, τ.έ. ότε η γραμματική ήτο έτι εν τοις σπαργάνοις, τότε μάλλον θα θαυμάση δια το γλωσσικόν διαφέρον εκείνων […]. Μομφής άξιοι θα φανώσιν είς τινα μάλλον οι μετέπειτα Γραμματικοί, οίτινες ει και η γραμματική επ’αυτών είχε καλλιεργηθή και αναπτυχθή, ουχ ήττον επί αιώνας εξηκολούθουν διαστρέφοντες καθ’ όμοιον πάντοτε τρόπον τα της γλώσσης». Συν τοις άλλοις, όπως επισημαίνει ο Robins (1989: 42), θα ήταν άδικο να μην ειπωθεί ότι ο Πλάτων πολλές φορές αστειεύεται, όταν δίνει μερικές από τις ετυμολογίες του  Κρατύλου.  Το να ειπωθεί πάντως η επιστημονική αλήθεια, ότι δηλ. αυτό το αξιόλογο, κατά τα άλλα, φιλοσοφικό κείμενο δεν δίνει σωστές ετυμολογίες, δεν υποτιμά σε καμιά περίπτωση τη σημασία του ούτε το μέγεθος του δημιουργού του. Εδώ ταιριάζει να παρατεθούν όσα έγραψε ο Χατζιδάκις (19242: 132) με άλλη αφορμή, τις επιθέσεις που είχε δεχθεί «δια κακώς νοουμένην φιλοπατρίαν», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, όταν δίδαξε την επιστημονική αλήθεια ότι η προφορά της Αρχαίας ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή προφορά της Ελληνικής: «[…] καιρός είναι πλέον να λήξη η των ατόπων υπεράσπισις, να πεισθώμεν δε πάντες ότι και περί τούτων ως και περί παντός άλλου η αλήθεια πρέπει να λέγηται και ότι αύτη ου μόνον δεν βλάπτει αλλά κατ’αλήθειαν και τιμά και σώζει».

Σύμφωνα με μια δεύτερη ιδεολογική άποψη του Aπ. Tζ., ο Πλάτων, οι Στωικοί κ.ά. ερμήνευσαν σωστά την προέλευση διαφόρων λέξεων της Ελληνικής, γιατί «βίωναν τη γλώσσα πιο άμεσα και κοντύτερα στις ρίζες της». Κάτι παρόμοιο έχει γράψει και ο Άδωνις Γεωργιάδης (εφημ.  Ελληνική Αγωγή,  φύλλο Νοεμβρίου 1999), ότι δηλ. οι αρχαίοι μας πρόγονοι έχουν εκφράσει αξιόπιστες απόψεις για τη γλώσσα, γιατί «και πιο κοντά στην Γένεσι της γλώσσης μας βρίσκονταν και πολύ καλύτερη αίσθησι του Ελληνικού Λόγου είχαν». Η άποψη ότι οι Αρχαίοι ετυμολογούσαν σωστά τις λέξεις της Ελληνικής, γιατί βρίσκονταν πιο κοντά από εμάς στις ρίζες της, δεν έχει, βεβαίως, καμία επιστημονική βάση. Ο Χατζιδάκις και πάλι (1905: 96- 98), αντικρούοντας αυτό που δίδασκαν άλλοτε μερικοί ετυμολόγοι, ότι δηλ. ο λαός κάποτε είχε «συνείδησιν των αρχαίων ριζών», γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «[…] τούτοις θα επίστευον προθύμως, αν τις ηδύνατο να με πείση, τις ήτο η Ελληνική γενεά, ήτις υπό των μητέρων αυτής αντί λέξεων όλων ετοίμων και κλιτών εδιδάχθη ρίζας· πότε έζη η γενεά εκείνη ήτις είχεν ακόμη  συνείδησιν των αρχαίων ριζών ;  […] Πας επί μικρόν επιστήσας τούτοις τον νουν νοεί ότι ημείς ουδέν γινώσκομεν περί ριζών και τελών και καταλήξεων, αν μη διδαχθώμεν την Γραμματικήν. […] Ουδέποτε ο άνθρωπος ελάλησε δια ριζών. […] Η περίοδος των ριζών είναι καθαρά φαντασιοπληξία. […] Όσα ημείς σήμερον κατ’ αφαίρεσιν σχηματίζομεν και ονομάζομεν ρίζας, είναι ουδέν άλλο ή απλά Γραμματικών παρασκευάσματα νοούμενα κατά συνθήκην». Επομένως, είναι αντιεπιστημονική η άποψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες, και ειδικότερα ο Πλάτων, ετυμολογούσαν σωστά τις λέξεις της Ελληνικής, επειδή δήθεν ήταν κοντύτερα στις ρίζες της. Η γνώση των ριζών προκύπτει από την επιστημονική διδασκαλία της Ιστορικής Γραμματικής μιας γλώσσας. Τα γραφόμενα από τον Χατζιδάκι στο προαναφερθέν χωρίο και αλλού (1905: 3, 1915α: 499) πείθουν ότι το επιχείρημα αυτό  περί  ριζών,  που  προέβαλε  o Απ.  Τζαφερόπουλος, για να υποστηρίξει τις ετυμολογίες του  Κρατύλου,  είναι αβάσιμο, όπως αβάσιμα είναι και τα γραφόμενα από τον εκδότη της  Ελληνικής Αγωγής  Άδ. Γεωργιάδη περί γενέσεως της γλώσσας, που προαναφέρθηκαν.[1] Tι θα πει ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πιο κοντά στη δημιουργία της γλώσσας και διέθεταν πολύ καλύτερη αίσθηση του ελληνικού λόγου; Η ερασιτεχνική προσέγγιση της γλώσσας φαίνεται και από την αοριστολογία που χαρακτηρίζει μερικούς ισχυρισμούς.

 

2.2. ΟΙ ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Προκειμένου να αποδείξει ότι η σχέση σημασίας και μορφής των λέξεων είναι φυσική, ο Απόστολος Τζαφερόπουλος στο ίδιο άρθρο του επικαλείται τις ηχομιμητικές λέξεις (προηγουμένως, όμως, προέβαλε το δημαγωγικό επιχείρημα ότι «η γλώσσα δεν πλάσθηκε μέσα σε εργαστήρια γλωσσολόγων, αλλά μέσα στη φύσι»!). Τα παραδείγματα που παραθέτει είναι αυτά των λέξεων  βροντή, μυκώμαι  και  μηκώμαι, κρατήρ, δούπος.  Κατ’αρχάς, η λέξη  κρατήρ  δεν συγκαταλέγεται καν στις ηχομιμητικές, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια. Γενικά, όμως, η συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου δεν αναιρείται από την ύπαρξη  ηχομιμητικών  και  επιφωνηματικών  στοιχείων, όπως είναι, π.χ., τα  γαβγίζω, βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ, ε ;, εε…,  μπα  κ.λπ. Μερικά από αυτά, μολονότι  λειτουργούν  ως  σύμβολα,  ως  στοιχεία δηλ. που εμφανίζουν φυσική και όχι αιτιακή σχέση  σημαινομένου-  σημαίνοντος, δεν αντικρούουν τον εν γένει συμβατικό χαρακτήρα  του  σημείου  για  τους  ακόλουθους λόγους (Saussure 1979: 103- 104): α) τα εν λόγω στοιχεία αντιπροσωπεύουν έναν πολύ μικρό αριθμό λέξεων σε σχέση με τον λεξιλογικό πλούτο που μπορεί να διαθέτει μια γλώσσα. Ο αριθμός τους μάλιστα γίνεται  ακόμη  μικρότερος,  εφόσον  η επιστημονική ετυμολογία αποκαλύπτει ότι ορισμένες λέξεις δεν είναι στην πραγματικότητα ηχομιμητικές, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς:  το αρχ.  κρατήρ,  π.χ.,  συνδέεται με το ρ.  κεράννυμι  «αναμειγνύω», ενώ το γαλλ. glas προέρχεται από το λατ. classicum «σάλπιγγα»· β) οι λέξεις αυτές δεν έχουν χάσει πλήρως τον συμβατικό τους χαρακτήρα, πράγμα που αποδεικνύεται από την  ποικιλία που εμφανίζουν σε διάφορες γλώσσες: π.χ. το ελλην.  γαβγίζω  αντιστοιχεί  στο  γαλλ. aboyer. Η  απόδοση  της  φωνής  των  ζώων,  άλλωστε,  είναι  κατ’ ανάγκην  εν  μέρει συμβατική:  το  αριστοφανικό   βρεκεκεκέξ  κοάξ  κοάξ,    για   παράδειγμα,   αποδίδει μόνο αδρομερώς τη φωνή του βατράχου (Χατζιδάκις 19242: 92- 93), αφού άλλωστε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Επίσης, το επιφώνημα  ε ;  της Ελληνικής, με το οποίο κάποιος ρωτάει τον συνομιλητή του, όταν δεν άκουσε κάτι, είναι αντίστοιχο με το αγγλ. huh?, ενώ το  ελλην.  εε…, που δηλώνει δισταγμό, στην Αγγλική είναι hm… Τέλος, το  μπα,  που εκφράζει εμφατική άρνηση στην Ελληνική, αντιστοιχεί στο αγγλ. nah· γ) οι ηχομιμητικές  λέξεις  και  τα  επιφωνήματα  αποτελούν  δευτερεύοντα  στοιχεία,  που δεν παίζουν σπουδαίο ρόλο στα  πλαίσια  του συστήματος μιας γλώσσας.[2]

Η φιλόλογος Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου ( Ελληνική Αγωγή,  φύλλο Σεπτεμβρίου 1997) προσπαθεί μάλιστα να ετυμολογήσει τα ονόματα των γραμμάτων του αλφαβήτου από την Ελληνική ανατρέχοντας και πάλι στον  Κρατύλο ·  στον πλατωνικό αυτόν διάλογο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα γράμματα του αλφαβήτου δηλώνουν μερικές γενικές σημασίες: το  άλφα  το «μέγεθος», το  ιώτα  τη «λεπτότητα», το  ταυ  τη  «στάση», το  λάμδα  το «λείον», το «λιπαρόν» και το «κολλώδες» κ.λπ. Ωστόσο, η γλωσσική επιστήμη διδάσκει ότι ανάμεσα στις σημασίες αυτές και τους αντίστοιχους φθόγγους δεν υφίσταται αιτιακή σχέση. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι στην Αγγλική τη σημασία του «μεγάλου μεγέθους»  δεν δηλώνει  μόνο  η  λέξη  large, που περιλαμβάνει το -a-, αλλά και η big, που περιέχει το -i-· επίσης, τη σημασία του «μικρού μεγέθους» εκφράζουν στην ίδια γλώσσα όχι μόνο το little (με -i-), αλλά και το small (με -a-, που αρχικά υπήρχε και στην προφορά της συγκεκριμένης λέξης). Και, φυσικά, δεν έχει την παραμικρή σημασία αυτό που αναρωτιέται ο Απ. Τζ., δηλ. το …«τι μορφή είχε η Αγγλική κατά την εποχή του Πλάτωνος» ή …«τι συνονθύλευμα αποτελεί η σύγχρονη Αγγλική»: το θέμα της σύνδεσης ενός φθόγγου με μια ορισμένη σημασία δεν έχει καμία σχέση με την καλλιέργεια  μιας  γλώσσας  ή  τις  πηγές  του  λεξιλογίου  της.  Η  αρχαία   Ελληνική  ήταν μια  πολύ  καλλιεργημένη  γλώσσα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, π.χ., το  -ι-  δήλωνε  αποκλειστικά  αυτήν  ή  εκείνη  τη  σημασία.   Η μέθοδος με  την  οποία  προσεγγίζει αυτά τα θέματα ο Απ. Τζ. δεν είναι επιστημονική, εφόσον συγχέει πράγματα άσχετα μεταξύ τους. Αντιεπιστημονική είναι και η μέθοδος του Αδ. Γεωργιάδη, ο οποίος εντελώς δογματικά ισχυρίζεται ότι μόνο στην Ελληνική συγκεκριμένοι φθόγγοι συνδέονται με συγκεκριμένες σημασίες. Λες και όλες ανεξαιρέτως οι λέξεις της Ελληνικής που περιλαμβάνουν, π.χ., το γράμμα  -τ-  δηλώνουν …στάση. 

                             

 2.3. Η «ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ»

Ο Απ. Τζ. γράφει επίσης: «δεν γνωρίζω τι συμβαίνει με τους Ελβετούς. Αλλά για τους Έλληνες η λέξι  αδελφή  δεν είναι καθόλου συμβατική, αλλά έχει αιτιώδη σχέση με το σημαινόμενο. Ήδη χωρίς αμφιβολία γνωρίζουμε ότι είναι σύνθετη από το  α-  αθροιστικό (πβ.  α-κόλουθος, ά-λοχος  κ.λπ.) και  δελφύς  = μήτρα και, επομένως, αδελφή είναι αυτή που προέρχεται από την ίδια μήτρα με κάποιον άλλο. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να συγκρίνεται η «συμβατική» ελβετική [sic, όχι γαλλική!] λέξι soeur με τη «σημαντική» λέξι  αδελφή.  Και γενικώτερα τα όσα ισχύουν για την Ελβετική [sic, όχι τη Γαλλική!], δεν είναι δυνατόν να τα επεκτείνουμε σε μία γλώσσα ιστορική και εντελώς πρωτότυπη, όπως είναι η Ελληνική […]. Υπάρχει αιτιώδης σχέσι με τα  δελφίς, -ίνος  (ο),  δέλφαξ, -ακος ( η ) = μικρός χοίρος,  Δελφοί  κ.λπ.».

Μια πρώτη παρατήρηση για τα παραπάνω είναι ότι ο συγκεκριμένος φιλόλογος, ως  μη  ειδικός,  δεν  χρησιμοποιεί  ακριβή  ορολογία:  κάνει  λόγο  για  τη (συμβατική ή αιτιώδη) σχέση μιας  λέξης  με ένα  σημαινόμενο  (και, βέβαια, το θέμα δεν είναι τυπικό,  αλλά  oυσιαστικό.  Όπως  είχε  ειπωθεί  χαρακτηριστικά  κάποτε,  η ορολογία δεν υπάρχει για την ορολογία, αλλά γιατί αποτελεί έναν τρόπο να μιλάμε την ίδια γλώσσα, όταν αναφερόμαστε σε διάφορα επιστημονικά θέματα). Στην πραγματικότητα, λοιπόν, υπάρχουν δύο ειδών σχέσεις: πρώτον, η εξωτερική σχέση  δηλώσεως,  που ενώνει συνολικά το  γλωσσικό σημείο με το  αντίστοιχο   αντικείμενο αναφοράς,  και, δεύτερον, η εσωτερική σχέση  σημάνσεως,  που συνδέει τη  σημασία  με τη  μορφή.  Η πρώτη σχέση είναι πράγματι εν μέρει αιτιακή: για παράδειγμα, μια ονομασία μπορεί να συνδέεται αιτιωδώς με το δηλούμενο, εφόσον αποδίδει, π.χ., μία ιδιότητά του. Και στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η συμβατικότητα είναι μεγαλύτερη από την αιτιότητα, αφού το δηλούμενο έχει και άλλες ιδιότητες που δεν εκφράζονται στη συγκεκριμένη ονομασία. Επίσης, στη γλώσσα κατά κανόνα είναι αδύνατη η αναγωγή στη δημιουργία των «πρώτων ονομάτων» και η εξακρίβωση της τυχόν αιτιακής τους σχέσης με τα αντικείμενα αναφοράς· αυτή η αναγωγή συνεπάγεται πέρασμα στον χώρο της «γλωσσογονίας», στον οποίον δεν μπορεί να έχει πρόσβαση ένας επιστήμονας. Ποια η αιτιακή σχέση ονόματος- δηλουμένου σε χιλιάδες περιπτώσεις λέξεων; Τέλος, ακόμη κι αν η εξωτερική σχέση δηλώσεως γινόταν αποδεκτή ως αιτιώδης,  η εσωτερική σχέση σημάνσεως,  αυτή που απασχολεί τον Saussureείναι καθαρά συμβατική.  Δεν υπάρχει καμία απολύτως αιτία για την οποία η σημασία «μήτρα» στο αρχ. (ηδελφύς  δηλώθηκε με τα συγκεκριμένα φωνήματα και όχι με κάποια άλλα. Ας έλθουμε, όμως, ξανά στη σύνθετη λέξη  αδελφή.

Στην πραγματικότητα και χωρίς, βεβαίως, να το υποψιάζεται, ο Απ. Τζ. δεν ανακαλύπτει κάτι καινούργιο με τα γραφόμενά του, αλλά θίγει ένα θέμα πολύ γνωστό στους ειδικούς γλωσσολόγους, τη λεγόμενη «σχετική αιτιότητα», που αφορά στην παραγωγή (λ.χ.  αδελφ-ικός, αδελφ-άκι ) και τη σύνθεση (λ.χ.  συν-άδελφος,  αν-άδελφος). Πιο συγκεκριμένα, υπήρχε παλαιότερα η εντύπωση ότι σε περιπτώσεις λέξεων που είναι οφθαλμοφανώς παράγωγες ή σύνθετες, η σχέση σημασίας και μορφής δεν είναι συμβατική, αλλά αιτιακή. Ωστόσο, η συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου δεν καταρρίπτεται ούτε από τις περιπτώσεις παράγωγων και σύνθετων λέξεων ούτε από την ένταξη του σημείου σε ένα  γλωσσικό  σύστημα.  Κατά  τον  Saussure (1979: 171- 173), ένα γλωσσικό σημείο μπορεί  να θεωρηθεί  σχετικά αιτιολογημένο,  χωρίς όμως να χάσει πλήρως τον συμβατικό του χαρακτήρα. Για παράδειγμα, η αρχ. λ.  αδελφός  «ομομήτριος»,  σύνθετη από το αθροιστικό   -α  «το ομού» και τον τ.   *δέλφος   που   συνδέεται με το αρχ. ( η δελφύς  «μήτρα», εμφανίζει «σχετική αιτιότητα», εφόσον είναι γνωστά τα επιμέρους στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται ως προς τη σημασία και τη μορφή της. Αν εξεταστούν, όμως, τα δύο μέρη του σημείου  αδελφός  καθ’ εαυτά, θα διαπιστωθεί ότι παραμένουν συμβατικά ως προς τη σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος: δεν υπάρχει, για παράδειγμα, καμία αιτιακή σχέση ανάμεσα στη σημασία «το ομού» του αθροιστικού  α-  και το συγκεκριμένο φώνημα /α/ με το οποίο αυτή δηλώνεται. Η εν λόγω σημασία θα μπορούσε να αντιπροσωπεύεται στην αρχαία Ελληνική από κάποιο άλλο φωνολογικό στοιχείο (λ.χ. το  /ε/  ή το  /ι/  ), ώστε να μιλάμε για το αθροιστικό  ε-  ή  ι-.  Ο τύπος θα μπορούσε δηλ. να μην έχει τη μορφή  αδελφός,  αλλά  *εδελφός  ή  *ιδελφός.  Ακόμη, ο δεσμός που ενώνει τη σημασία «μήτρα» και τα φωνήματα που την αντιπροσωπεύουν στο αρχ.  δελφύς  δεν είναι σε καμιά περίπτωση φυσικός. Η συγκεκριμένη σημασία θα μπορούσε να είχε δηλωθεί στην Αρχαία με άλλα φωνήματα, λ.χ. με το  /μ/  αντί του αρχικού  /δ/, με το  /α/  αντί του  /ε/  κ.λπ. Επίσης, η σύναψη παραδειγματικών, όπως λέγονται, σχέσεων του αρχ.  αδελφός  με ομόρριζα όπως  ( ο )  δελφίς  «το δελφίνι», ( η )  δέλφαξ  «μικρός χοίρος»,  Δελφοί  κ.λπ.,  με σύνθετα όπως  αδελφοποιτός, αδελφοκτόνος  κ.λπ.  και με παράγωγα όπως  αδελφάκι, αδελφικός  κ.λπ. επίσης δεν αναιρεί τη συμβατική σχέση των συστατικών του γλωσσικού σημείου για τον λόγο που προαναφέρθηκε. Για παράδειγμα, η υποκοριστική κατάληξη  -άκι  στο  αδελφ-άκι δεν συνδέεται αιτιακά με τη «σμίκρυνση», αφού η σημασία αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να αντιπροσωπεύεται από κάποια άλλη φωνολογική δήλωση.

Και κάτι ακόμη, που αποτελεί απάντηση σε μια συγκριτική θεώρηση εκ μέρους του Απ. Τζ. των γλωσσών με βάση το «είδος» των λέξεων, «σημαντικών» ή «συμβατικών», που χαρακτηρίζουν το λεξιλόγιό τους: η Ελληνική δεν είναι η μοναδική γλώσσα που διαθέτει «σημαντικές» λέξεις έναντι των ξένων γλωσσών που τάχα έχουν μόνο «συμβατικές», κατά την ορολογία του φιλολόγου αυτού. Για παράδειγμα, στην Αγγλική, γλώσσα γερμανικής προελεύσεως, η λέξη world «κόσμος» είναι σύνθετη από τα wer «άνθρωπος» και old «ηλικία, ζωή», δηλ., σε ένα πρώιμο στάδιο, world σήμαινε «age of man» [«η ζωή του ανθρώπου»] (Buck 1949: 15). Άρα, και το αρχαιοελληνικό  κόσμος  «order», «orderly arrangement» [«τάξη», «μεθοδική διευθέτηση»] (Buck 1949: 13) και το πρωτογερμανικό world «η ζωή του ανθρώπου» είναι «σημαντικές» λέξεις, για να χρησιμοποιήσουμε και εμείς την ίδια ορολογία.

Όπως φάνηκε ξεκάθαρα από τα προηγούμενα, τα επιχειρήματα που προέβαλε ο φιλόλογος Απόστολος Τζαφερόπουλος, ήδη πολύ γνωστά σε όσους ασχολούνται επιστημονικά με τη γλώσσα, δεν αναιρούν τον συμβατικό χαρακτήρα του σημείου ούτε αποδεικνύουν ότι τάχα η εν λόγω αρχή του Saussure ισχύει για άλλες γλώσσες, αλλά όχι για την Ελληνική. Τα προαναφερθέντα γλωσσολογικά διδάγματα δεν συντελούν σε καμία «απομυθοποίηση της γλώσσας μας». Η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής έγκειται σε άλλους παράγοντες (βλ. το Α’, 2.6.) και όχι στην πέρα για πέρα αντιεπιστημονική αρχή ότι είναι η μοναδική γλώσσα στον κόσμο που δεν εμφανίζει συμβατική, αλλά φυσική σχέση σημασίας- μορφής των λέξεων. Η δημαγωγία, που εδώ οφείλεται και σε ελλιπή γνώση του αντικειμένου, δεν αποτελεί δείγμα φιλοπατρίας ούτε τρόπο προβολής της ελληνικής γλώσσας. Επίσης, τα επιστημονικά διδάγματα που προαναφέρθηκαν είναι καθολικώς αποδεκτά στους κύκλους των επιστημόνων και δεν αποτελούν προσωπική υπόθεση αυτού ή εκείνου του γλωσσολόγου, ο οποίος με την αρθρογραφία του «πήρε το μέρος» δήθεν κάποιου δασκάλου του ή έθιξε τάχα τον Πλάτωνα. Ακόμη, κανείς ποτέ δεν είπε ότι «οι σοφοί μας είναι άχρηστοι» και «για πέταμα», όπως και πάλι δημαγωγικά συμπεραίνει ο Απ. Τζ. στα πλαίσια μιας επίδειξης δήθεν φιλοπατρίας. Αλήθεια, ο φιλόλογος αυτός γνωρίζει άραγε ότι τη συμβατική προέλευση της γλώσσας δεχόταν όχι μόνο ο Σέξτος Εμπειρικός, αλλά και ο ίδιος ο Αριστοτέλης; Κατά τον μεγάλο φιλόσοφο ( Περί ερμηνείας,  2), η γλώσσα δημιουργήθηκε «κατά συνθήκην, ότι φύσει των ονομάτων ουδέν εστιν» [«κατά σύμβαση, αφού κανένα όνομα δεν έχει δημιουργηθεί με φυσικό τρόπο»] (βλ. και Robins 1989: 37, 65). Τα προαναφερθέντα αποτελούν απάντηση και στον εκδότη της  Ελληνικής Αγωγής  Άδ. Γεωργιάδη, ο οποίος σε άρθρο του στην ομώνυμη εφημερίδα (φύλλο Νοεμβρίου 1999) εξίσου δημαγωγικά και «πατριωτικά» συμπεραίνει ότι οι προερχόμενες από την αρχαία και μεταγενέστερη Ελλάδα ετυμολογίες είναι «για πέταμα» και ανακριβώς αποδίδει σε συγκεκριμένο καθηγητή θέσεις που δεν εξέφρασε αυτός πρώτος, αλλά αποτελούν κοινό τόπο για κάθε σοβαρό επιστήμονα της γλώσσας, γι’αυτό και δεν έχουν καμία μα καμία «προσωπική διάσταση». Κανείς δεν είπε ότι όλες οι ετυμολογικές προσπάθειες των Ελλήνων μέχρι τον 19ο αι. είναι «για πέταμα». Ο αληθινός επιστήμονας, όμως,  που δεν επηρεάζεται από δοξασίες όπως οι «αρχαιολάτρες» και άλλοι πιστοί διαφόρων θρησκειών, μπορεί να πει αντικειμενικά, θαρραλέα και έντιμα ότι οι περισσότερες από αυτές τις ετυμολογήσεις δεν είναι επιτυχημένες με αυστηρούς, σύγχρονους γλωσσολογικούς όρους, αλλά έχουν μόνο μια γενικότερη, φιλοσοφική αξία. Επίσης, κανείς, δεν είπε ότι ένας συγκεκριμένος καθηγητής γλωσσολογίας είναι ο μόνος που έχει την αξιοπιστία, άρα και το δικαίωμα να μιλάει για ετυμολογικά θέματα στην Ελλάδα σήμερα. Τέτοια ανυπόστατα και στρεβλωτικά συμπεράσματα βγάζουν όμως οι ερασιτέχνες της γλωσσικής επιστήμης, αφού αδυνατούν να επικαλεσθούν βάσιμα επιχειρήματα, προκειμένου να αντικρούσουν τις κοινώς αποδεκτές θέσεις της γλωσσολογίας για το θέμα της ετυμολογίας.

Τα όσα σημειώσαμε για τη «σχετική αιτιότητα» δίνουν απάντηση και σε κάποιον υπάλληλο του Υπουργείου Πολιτισμού (βλ. άλλες απόψεις του στο Β 1.2.), ο οποίος σε κείμενό του στο διαδίκτυο προσπαθεί να αναιρέσει τη συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου επικαλούμενος μεταξύ άλλων το παράδειγμα της σύνθετης λέξης  ά-λογο  «άνευ λογικής». Με αφορμή το άρθρο του φιλολόγου Απ. Τζ., έχουν δοθεί αναλυτικές απαντήσεις για το θέμα της συμβατικής σχέσης σημαινομένου-σημαίνοντος.

 

2.4. Η «ΛΕΞΑΡΙΘΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»            

            Το επιστημονικό δίδαγμα σχετικά με τη συμβατική σχέση σημασίας και μορφής μιας λέξης φαίνεται να αγνοούν οι υποστηρικτές της λεγόμενης «λεξαριθμικής θεωρίας». Ένας από αυτούς, ο Θεοφάνης Μανιάς, σε άρθρο του  (Ελληνική Αγωγή,  φύλλο Οκτωβρίου 1997) μας πληροφορεί ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι φυσική, όπως διδάσκει η γλωσσολογία, αλλά …τεχνητή. Μια έρευνα που πραγματοποίησε, όπως γράφει, τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τάχα οι λέξεις της Ελληνικής αντιστοιχούν σε γεωμετρικούς, αστρονομικούς κ.λπ. αριθμούς, και ότι «κάθε λέξις περιέχει δυνάμεις σχετικάς με την αλήθειαν ή την αξίαν της σημασίας της» [sic]. Η μέθοδος που ακολούθησε συνίσταται στην αντικατάσταση των γραμμάτων μιας λέξης με τους αντίστοιχους αρχαίους αριθμούς, π.χ. α = 1, β = 2, ρ = 100, κ = 800 κ.λπ. (βλ. και το Β, 1.1.). Μερικά από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο αρθρογράφος, για να πείσει ότι η αντιστοιχία γραμμάτων και αριθμών στην ελληνική γλώσσα έχει επινοηθεί από κάποιον ονοματοθέτη, είναι τα εξής: ο αριθμός 354 των ημερών του σεληνιακού έτους αντιστοιχεί στο Ο ΘΕΟΣ, που επίσης δίνει άθροισμα 354 · ενώ το 365 του ηλιακού έτους αντιστοιχεί στη λέξη ΝΕΙΛΟΣ, που έχει το ίδιο άθροισμα, δηλ. 365. Ακόμη, το 361 των μοιρών του ζωδιακού κύκλου συνδέεται με τη λέξη ΜΟΝΑΣ (= 361) και το 28 των ημερών του σεληνιακού μηνός με το Η ΙΔΕΑ, που δίνει άθροισμα επίσης 28. Αποκαλυπτικές, όμως, είναι και οι ακόλουθες αντιστοιχίες: Η ΚΑΘΕΤΟΣ Η ΕΥΘΕΙΑ = 1051 = ΟΡΘΗ ΓΩΝΙΑ, Η ΧΕΛΙΔΩΝ = 1507 = ΠΑΡΟΝ ΤΟ ΕΑΡ, Η ΑΞΙΑ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟΝ = 1304 = ΟΙ ΙΧΘΥΕΣ = ΥΔΩΡ [ο Θεοφ. Μαν. συνδέει μεταξύ τους τα τρία αυτά μέρη με την απίστευτη εξήγηση ότι «την αξία του δικτύου την παρουσιάζουν τα ψάρια που πιάνει και τα ψάρια προϋποθέτουν την ύπαρξι νερού» (!)], Η ΜΟΥΣΙΚΗ = 756 = ΤΟ ΕΑΡ Η ΑΡΜΟΝΙΑ [με την ερμηνεία ότι «η μουσική είναι η άνοιξις της αρμονίας»] κ.ά. Ένας τρόπος με τον οποίον μπορούν να μεταπεισθούν οι οπαδοί της θεωρίας αυτής είναι η εύρεση τέτοιων αντιστοιχιών και σε άλλες γλώσσες, πλην της Ελληνικής. Ένας ακόμη είναι η εύρεση κακόσημων λέξεων, που να έχουν όμως το ίδιο άθροισμα με λέξεις όπως  θεός, Ελλάδα  κ.ά., όπως είχε υποστηριχθεί πολύ σωστά κάποτε. Στις δύο περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, θα φαινόταν ότι όλες αυτές οι «εξισώσεις» δεν οφείλονται σε αρχαία ονοματοθεσία, αλλά είναι εντελώς συμπτωματικές. Το αστείο μάλιστα στα παραπάνω παραδείγματα είναι ότι, προκειμένου να «βγουν» τα νούμερα όπως πρέπει, άλλες φορές προστίθενται και άρθρα στα ουσιαστικά, ενώ άλλες παραλείπονται: η λ.  ιχθύες,  π.χ., έχει άρθρο, ενώ η λ.  ύδωρ  όχι! Σχετικό με το θέμα μας είναι και το εξής τραγελαφικό: όπως πληροφορηθήκαμε, κάποτε σε ένα ξωκκλήσι ένας ανώνυμος λεξαριθμιστής είχε αφήσει φυλλάδια όπου υπήρχε η εξίσωση ΛΑΤΕΙΝΟΣ (ενν. ο πάπας) = 666. Η λ.  Λατίνος,  γραμμένη σωστά, δηλ. με  -ι-,  δίνει άθροισμα 661. Ο λεξαριθμιστής αυτός, όμως, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να πετύχει το πολυπόθητο 666, έγραψε τη συγκεκριμένη λέξη με  -ει-,  αφού το  -ε-  αντιστοιχεί στο 5, που προστιθέμενο στο 661 δίνει άθροισμα 666! Είναι βέβαιο ότι οι λεξαριθμιστές κάνουν και πολλές πλήρως αποτυχημένες απόπειρες να βρουν τέτοιες εξισώσεις, ενώ πιθανότατα έχουν ανακαλύψει και εξισώσεις που δεν έχουν κανένα νόημα, δηλ. δεν οδηγούν σε κανένα συμπέρασμα. Επειδή τα πολλά σχόλια για τη «λεξαριθμική θεωρία» είναι περιττά, ας σημειωθεί μόνο το εξής παράδοξο: ο συγκεκριμένος υποστηρικτής της στο δημοσίευμά του στην  Ελληνική Αγωγή  γράφει ότι ο ισχυρισμός του σχετικά με τον τεχνητό χαρακτήρα της Ελληνικής είναι ένα σοβαρό στοιχείο και ότι διεξήγαγε την έρευνά του «με πλήρη συναίσθησιν επιστημονικής ευθύνης»…

            Τελευταία μάλιστα μάθαμε από άλλον λεξαριθμιστή ότι η ελληνική γλώσσα μάλλον έχει και προβλεπτικότητα, δηλ. ικανότητα να προβλέπει μελλοντικά γεγονότα. Παράδειγμα, δύο φράσεις που έχουν το ίδιο άθροισμα, δηλ. 2887: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ = ΕΣΤΙ ΠΙΘΑΝΟΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ...

 

2.5. Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΔΑΝΕΙΕΣ

Με τη διαπλοκή ετυμολογίας και ιδεολογίας σχετίζεται και η προσπάθεια ορισμένων να συνδέσουν με την Ελληνική διάφορες λέξεις που αποτελούν με βεβαιότητα δάνεια από άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, σε μια συζήτηση που είχα για τη γλώσσα με έναν μόνιμο λοχία κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, πληροφορήθηκα ότι η λ.  κεφτές,  τουρκικό δάνειο με απώτερη περσική καταγωγή (βλ. ΛΙΤΡ, λ.  κεφτές ), προέρχεται τάχα από το ελλην.  κοπτός.  Αναρωτιέμαι αν ο συνομιλητής μου έχει κάνει καμιά έρευνα σε κείμενα της εποχής όπου έλαβε χώρα αυτός ο υποτιθέμενος δανεισμός, που να αποδεικνύει ότι τα κεφτεδάκια λέγονταν  κοπτά  ή κάπως έτσι.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ετυμολόγηση δανείων – ή και αρχαίων λέξεων αγνώστου ετύμου που ανάγονται σε προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα – από την ελληνική γλώσσα μπορεί να οφείλεται σε απλή άγνοια: για παράδειγμα, η λέξη  πόρτα   (< λατ. porta, ΛΝΕΓ, λ.  πόρτα ) έχει  ετυμολογηθεί  από   τη  φράση  τον  πόρον  τηρείν  M, λ.  πόρτα )· η λέξη  γάιδαρος  (< αραβ. gadar / gaidar «σκληρότητα, καταπίεση», ΛΝΕΓ, λ.  γάιδαρος ), σύμφωνα με ερμηνεία που παραθέτει, χωρίς όμως να την αποδέχεται, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος (ΛΕΣΚ, λ.  γάιδαρος ), προέρχεται από τη φράση «αεί δέρεσθαι» – ο Κοραής συνέδεσε την ίδια λέξη με το ετυμολογικά άσχετο αρχ.  γάδος,  ενώ ο Χατζιδάκις (1905: 199- 200) αντέκρουσε αυτήν, καθώς και άλλες παρετυμολογικές συνδέσεις του  γάιδαρος  με τύπους της Ελληνικής  και  τεκμηρίωσε  ότι  η  εν  λόγω  λέξη  είναι δάνεια (1907: 557- 561)· κατά τον Σκαρλάτο (18522: θ),  τέλος,  ο   Ιλισσός   (προελλ. λ., ΛΝΕΓ, λ.  Ιλισσός )  είναι  «αυτό  τούτο  Ειλισσός,  δηλ.  ελικοειδής», ενώ η  Πάρος  (αγνώστου ετύμου λ., ΛΝΕΓ, λ.   Πάρος )  σημαίνει  «πλησίον   ( παρά ), ως κειμένη παρά την Νάξον». 

Σήμερα, όμως, μερικοί υιοθετούν ανάλογες, αντιεπιστημονικές απόψεις   σχετικά  με την ετυμολογία διαφόρων δανείων για καθαρά ιδεολογικούς λόγους· πιο συγκεκριμένα, υπακούουν σε μια ιδεολογική αρχή που ορίζει ότι ακόμη και δάνειες λέξεις, ειδικά όσες προέρχονται από την τουρκική γλώσσα, πρέπει κατ’ ανάγκην να συνδεθούν με την Ελληνική. Έχει υποστηριχθεί, για παράδειγμα, ότι  οι  λέξεις  χατίρι  [< τουρκ. hatir (από τα αραβ.)  ] και  ρεζίλι  [< τουρκ. rezil  ] (ΛΙΤΡ, λ.  χατίρι, ρεζίλι) προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά (το)  ήτορ  «καρδιά» και  αίσυλα ρέζειν  «το να πράττει κανείς απρεπή πράγματα». Ο  Χαραλαμπάκης  (1997: 250), ωστόσο, επικρίνει εύστοχα τις εμπειρικές αυτές ετυμολογίες γράφοντας: «σήμερα είναι πια ανόητο να προσπαθεί να αποκρύψει κανείς ότι λαοί που συγχρωτίστηκαν επί πολλούς αιώνες δεν μπορούν παρά να αλληλοεπηρεάστηκαν και γλωσσικά». Οι δύο τελευταίες ερμηνείες, δεκτές από τη φιλόλογο Άννα Τζιροπούλου- Ευσταθίου, αποκαλύπτουν τη στρέβλωση των επιστημονικών δεδομένων που συνεπάγεται η ετυμολόγηση των λέξεων, όταν ο ετυμολόγος δεν έχει σκοπό να υπηρετήσει την επιστημονική αλήθεια, αλλά να προβάλει ιδεολογικές και μόνο θέσεις.  Όπως έχει γράψει εύστοχα ο ποιητής,  πρέπει να θεωρούμε εθνικό ό,τι είναι αληθές,  δεν λέει πουθενά να θεωρούμε αληθές ό,τι (νομίζουμε πως) είναι εθνικό...
 

Xαρακτηριστικά είναι τα γραφόμενα από τον Γιάννη Η. Χάρη  (εφημ.  Τα Νέα,  3.8.2002) για την εμπειρική ετυμολόγηση από την Ελληνική διαφόρων δανείων: «παίρνω τα πιο πρόσφατα μεγάλα λεξικά, που αντιπροσωπεύουν ακριβώς τις δύο σχολές και ιδεολογικές τάσεις: το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (με τις ετυμολογίες του Ευ. Πετρούνια) και το λεξικό του Μπαμπινιώτη, και από αυτά αντλώ τα παραδείγματά μου, στα σημεία όπου συμφωνούν για την προέλευση μιας λέξης. Και τότε, απορώ, πού τον βρήκε τον  κεφτέ  από το βυζαντινό  κοπτόν  (κρέας) μία επιστολογράφος; Ή άλλος το ρουσφέτι  από το  σφετερίζομαι; Ή το  φαξ  από το  φαίνω, εμφανίζομαι; Και το  ρομπότ  από το  έρεβος; Αλλά τι σημαίνει, επιτέλους, αν είναι ή δεν είναι τουρκικής προέλευσης ο  κεφτές και το  ρουσφέτι; Ή, κι αν τάχα είναι αντιδάνεια το λατινικής καταγωγής  φαξ  και το τσεχικό  ρομπότ,  παύουν να είναι λέξεις ξένες κι απροσάρμοστες στη γλώσσα μας; Και αν είναι σημιτικός ο  χιτώνας,  παύει να είναι λέξη παμπάλαιη της γλώσσας μας, ελληνική πια; Αλλάζει, ανάλογα με την ερμηνεία, η γλωσσική πραγματικότητα; Αλλάζει μήπως και η αγάπη μας για τη γλώσσα; Αν δηλαδή είναι ξένα όλα αυτά ή κι άλλα πλήθος τέτοια, παύει κανείς αυτομάτως να την αγαπάει τη γλώσσα του; Ελπίζω όχι. Αλλά τότε; Πληγώνεται η εθνική μας υπερηφάνεια, που κινδυνεύει, ούτως ή άλλως, να εκτραπεί σε σοβινισμό, ή και σε ρατσισμό; [...] Όταν λοιπόν σε ορισμένα θέματα συμπίπτουν ακόμα και οι διαφορετικές ιδεολογικά τάσεις της επιστήμης, τι είναι αυτό το άλλο που ωθεί κάποιους στα παραμάγαζα και στα κρυφά σχολειά;». Η απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα είναι ωστόσο προφανής: η ιδεολογία αλλά και η επιστημονική άγνοια είναι οι παράγοντες που ωθούν μερικούς στο να αντλούν «γλωσσολογική» γνώση από τέτοιες πηγές. Οι ίδιοι παράγοντες δίνουν την ώθηση και στους σύγχρονους παρ-ετυμολόγους να αναζητούν μανιωδώς την ελληνική προέλευση διαφόρων δανείων, ειδικά μάλιστα αν είναι τουρκικά, σημιτικά κ.λπ. Και αναρωτιέται κανείς, καθώς διαβάζει τα κείμενά τους: τελικά η αρχαία, αλλά και η μεταγενέστερη και μεσαιωνική Ελληνική,  δεν  είχαν δάνειες λέξεις; Ευτυχώς, όμως, έχουν δημοσιευθεί γλωσσολογικά κείμενα που αντιμετωπίζουν επιστημονικά το θέμα των επαφών της Ελληνικής με ξένες γλώσσες (βλ. Χριστίδη 2001: 531-644). Όπως έγραψε σωστά κάποιος στο διαδίκτυο, αν οι διάφοροι «αρχαιολάτρες» ενδιαφέρονταν σοβαρά για τη γλώσσα, θα γίνονταν γλωσσολόγοι. Στην πραγματικότητα, εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η πατρίδα ή, ακριβέστερα, η προβολή ιδεολογικών θέσεων στα πλαίσια του κακώς εννοούμενου πατριωτισμού που τους διακρίνει.
 

2.6. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΑΝΥΠΑΡΚΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΛΛΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ  

Η αναζήτηση της ετυμολογικής προέλευσης μιας λέξης αποτελεί μια διαδικασία που έχει όχι μόνο γλωσσικό, αλλά και ευρύτερο ενδιαφέρον, αφού μας αποκαλύπτει διάφορα πολιτισμικά ρεύματα που έχουν αποτυπωθεί στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας. Ο Τσολάκης (1999: 83) σημειώνει χαρακτηριστικά: «οι λέξεις είναι φορείς πολιτισμού, φορείς και μάρτυρες πολιτισμού. Αν μάθει κανείς να ανοίγει την κρούστα τους, το εξωτερικό τους περίβλημα, αντικρίζει στο εσωτερικό τους την πολιτισμική ιστορία της ανθρωπότητας. Με την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε ότι το πολιτισμικό παρελθόν γίνεται, με την παρουσία των λέξεων, πολιτισμικό παρόν». Για παράδειγμα, μια κατηγορία λέξεων που κατ’εξοχήν αντανακλούν ρεύματα πολιτισμού με τα οποία ήλθε σε επαφή ένας λαός είναι τα δάνεια.

Στο χωρίο που παρατέθηκε προηγουμένως, ο Τσολάκης γράφει ότι προϋπόθεση για την αποκάλυψη πολιτισμικών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν οι λέξεις είναι να «μάθει κανείς να ανοίγει την κρούστα τους». Αυτό προφανώς σημαίνει ότι η αναζήτηση του ετύμου μιας λέξης – που μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα για την αποτύπωση πολιτισμικών ρευμάτων σε διάφορες γλώσσες – θα πρέπει να έχει επιστημονικό χαρακτήρα· θα πρέπει δηλ. να βασίζεται στη γλωσσική επιστήμη και όχι, π.χ., σε μια συμπτωματική ομοηχία δύο λέξεων, που οδηγεί στην παρετυμολογική σύνδεσή τους.[3] Ορισμένοι, για παράδειγμα, προσπαθούν  να  συνδέσουν  λέξεις  από  διάφορες  περιοχές  του  Ειρηνικού  και  της  Αμερικής  με  την  αρχαία  Ελληνική. Ο  Μπουκάλας  (2000), απεναντίας,  χαρακτηρίζει εύστοχα «τραγελαφικές παρετυμολογικές δοκιμές» τέτοιες ετυμολογήσεις από την Ελληνική διαφόρων τύπων που ανήκουν σε γλώσσες φυλών της Αμερικής. Κατάλληλη απάντηση σε αυτούς τους αβάσιμους, αντιεπιστημονικούς συσχετισμούς θα μπορούσε να θεωρηθεί και το ακόλουθο χωρίο του Landau (1989: 101), ο οποίος επισημαίνει κάτι που ισχύει σε γενικές γραμμές: «borrowings are due to actual contact. When one alleges that  a  word  was  borrowed  from  the  language  of  another  culture,  there  must  be evidence that the two peoples actually came in contact» [«οι δανεισμοί οφείλονται σε πραγματική επαφή. Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι μια λέξη απετέλεσε αντικείμενο δανεισμού από μια γλώσσα ενός άλλου πολιτισμού, πρέπει να υπάρχει απόδειξη ότι οι δύο λαοί πράγματι ήλθαν σε επαφή»]. Παράδειγμα επιστημονικής ετυμολόγησης μιας λέξης από γλώσσα άλλου πολιτισμού είναι μεταξύ άλλων η αναγωγή του γαλλ. abricot «βερίκοκο» (ROΒ, λ. abricot) στο αραβ. al barquq. Ο Landau (1989: 101) παραθέτει, επίσης, τα ακόλουθα λόγια του Walter Skeat: «the history of a nation generally accounts for the constituent parts of its language. When an early English word is compared with Hebrew or Coptic, as used to be done in the  old  editions of Webster’s dictionary, history is set  at   defiance …» [«η  ιστορία  ενός  έθνους  γενικά εξηγεί τα συστατικά μέρη της γλώσσας του.  Όταν  μια  πρώιμη  αγγλική  λέξη  συγκρίνεται  με εβραϊκή  ή  κοπτική,   όπως   συνηθιζόταν   στις   παλαιές   εκδόσεις    του   λεξικού   Webster,   η ιστορία περιφρονείται …»]. Επομένως, απαραίτητη προϋπόθεση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με πολιτισμικά στοιχεία   που   αντανακλά   το   λεξιλόγιο   μιας   γλώσσας  είναι  ο  επιστημονικός χαρακτήρας της μεθόδου με την οποία επιχειρείται η ανεύρεση του ετύμου των λέξεων.

Ιδού ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα «τραγελαφικών παρετυμολογικών δοκιμών», σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση  του  Μπουκάλα  η οποία   προαναφέρθηκε:  στο  περιοδικό  Δαυλός  (τεύχος   211,   Ιούλιος   1999) δημοσιεύεται το άρθρο του Κωνσταντίνου-Ευσταθίου Γεωργανά  «Υποβρύχια  πόλη  10.000  χρόνων  στον βυθό του  Ειρηνικού  Ωκεανού.  Συντριπτικές αποδείξεις  ότι  είναι ελληνική»… Τα «αποδεικτικά» στοιχεία που αναφέρει ο αρθρογράφος προέκυψαν από μια «επιτόπια θεώρηση» στον Ειρηνικό, όπου τάχα βρέθηκαν «ίχνη ανεξάλειπτα προϊστορικής ελληνικής παρουσίας»… Η προσπάθεια του Κ.-Ευ. Γεωργ. να συνδέσει λέξεις και τοπωνύμια διαφόρων περιοχών του Ειρηνικού με την αρχαία Ελληνική αποτελεί, βεβαίως, δείγμα μιας καθαρά ερασιτεχνικής  μεθόδου για τη διερεύνηση πολιτισμικών ρευμάτων που αντικατοπτρίζονται σε διάφορες γλώσσες. Ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου συνδέει, για παράδειγμα, το ιαπωνικό θεωνύμιο Matarasu με το ελληνικό  Μήτηρ σου,  το όνομα του θεού της Χαβάης Pele με το  Πηλεύς,  τη μονολεκτική ονομασία  Μόε  των αγαλμάτων σε ένα νησί του Ειρηνικού με τη λέξη  Μούσαι  (γράφει μάλιστα το  Μόε  με  -αι-,  για να ταιριάξει με το  Μούσαι!) και, τέλος, την αντίστοιχη περιφραστική τους ονομασία  Μάτα Κίτε Ράνι  με την ελληνική φράση  όμματα κείνται ουρανώ  (επειδή, λέει, τα αγάλματα αυτά έχουν τα μάτια στραμμένα προς τα πάνω!). Αλήθεια, όταν οι Τούρκοι ή οι Σκοπιανοί για λόγους σκοπιμότητας οικειοποιούνται στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού και διαστρεβλώνουν την επιστήμη, σε τι διαφέρουν από μερικούς τέτοιους, δικούς μας, παρ-ετυμολόγους «ερευνητές»;

Με αφορμή μια ανάλογη περίπτωση όπου «ανακαλύφθηκαν» ελληνικές λέξεις σε κάποια γλώσσα της Ασίας και προσκομίστηκαν ως «τεκμήρια» γι’ αυτό ορισμένες «ομοηχίες» του τύπου  εδώ- ιό, ζώο- σάα  κ.ά., ο Στάντης Αποστολίδης σε άρθρο του (εφημ.  Ελευθεροτυπία,  10.3.1998) επεσήμανε πολύ εύστοχα: «πέραν του ότι αυτές  δεν είναι καν πραγματικές ομοηχίες,  παρά μόνο για τ’αφτιά εκείνων που ακούν ό,τι θέλουν ν’ακούσουν, ομοηχίες τέτοιες ή και πειστικότερες, συναντιούνται σε κάμποσες περιπτώσεις μεταξύ δύο γλωσσών κι είναι απλά συμπτωματικές,  δεν υποδεικνύουν γλωσσολογικές συγγένειες, αν δεν υπάρχουν παραλληλίες στις γλωσσικές δομές  (στη Γραμματική, στη Σύνταξη, στη Φωνολογία). Και τούτα θα τά’ξεραν οι γράφοντες, αν ήταν γλωσσολόγοι». Για παράδειγμα, το αρχαιοελληνικό  δίδωμι  πράγματι συνδέεται ετυμολογικά με το αρχαίο ινδικό dadami, εφόσον οι δύο αυτοί ρηματικοί τύποι εμφανίζουν κοινή ρίζα, κατάληξη και ενεστωτικό διπλασιασμό. Τέτοια στοιχεία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δανεισμού από τη μια γλώσσα στην άλλη, όπως θα υπέθετε κανείς. Κατά τον Χαραλαμπάκη (1997: 246), μια τέτοια υπόθεση «καταρρίπτεται με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν δάνεια ριζών». Ακόμη, μια γλώσσα δεν δανείζει σε άλλες τα αριθμητικά της, τις αντωνυμίες της, την κλίση ονομάτων και ρημάτων στο σύνολό της, τις συντακτικές της δομές κ.ά., δηλ. τα κοινά στοιχεία που παρατηρούνται σε διάφορες ευρωπαϊκές και ασιατικές γλώσσες. Άρα, η ετυμολογική σχέση ανάμεσα στους συγκεκριμένους τύπους αποδεικνύει τη γενετική συγγένεια των γλωσσών όπου ανήκουν και την προέλευσή τους από μια κοινή πρωτογλώσσα, την ινδοευρωπαϊκή στην προκειμένη περίπτωση. Η συγγένεια, όμως, των διαφόρων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν θεμελιώνεται σε ευκαιριακές και συμπτωματικές ομοηχίες λέξεων, αλλά στην εκτεταμένη και συστηματική παραλληλία γλωσσικών δομών. Γι’αυτό, ο Χαραλαμπάκης (1997: 246) και πάλι τονίζει ότι: «η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτόγλωσσας ή πρωτογλώσσας δεν αποτελεί αποκύημα της φαντασίας των επιστημόνων, αλλά στηρίζεται – με βάση τα σημερινά τουλάχιστον επιστημονικά δεδομένα – στις συστηματικές φωνολογικές ομοιότητες και διαφορές μιας σειράς γλωσσών, οι οποίες αποτέλεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα είδος “γλωσσικού συνδέσμου”, για να ακολουθήσει αργότερα κάθε μια τον δικό της δρόμο». Όπως επισημαίνει ο Haudry (1995: 9), η υπόθεση για την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας «είναι η μόνη που παίρνει υπόψη της πολυάριθμες, πολύπλοκες και ακριβείς ομοφωνίες που εντοπίζονται μέσα στη γραμματική και το λεξιλόγιο των περισσότερων γλωσσών της Ευρώπης και πολλών γλωσσών της Ασίας». Ο Joseph (2001: 128) χαρακτηρίζει εντυπωσιακές τις αντιστοιχίες των γλωσσών διαφόρων οικογενειών, μεταξύ των οποίων είναι και η ινδοευρωπαϊκή (ας σημειωθεί και το ακόλουθο, που δείχνει την έλλειψη επιστημονικής σκέψης και τον ιδεολογικό φανατισμό μερικών: έχει διατυπωθεί μέσω διαδικτύου από κάποιον η απορία πώς είναι δυνατόν οι γλωσσολόγοι να «βάζουν μαζί», λ.χ., την Ελληνική και γλώσσες με πολύ μεταγενέστερες πρώτες γραπτές μαρτυρίες. Ωστόσο, ακόμη και τέτοιες γλώσσες μπορεί κάλλιστα να ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια με την Ελληνική. Ακόμη και μια γλώσσα που δεν έχει καμία γραπτή μαρτυρία μπορεί να συνδέεται  γενετικά  με κάποια άλλη, που χαρακτηρίζεται από πλούσια γραμματεία. Ο εθνικιστικός φανατισμός, όμως, εμποδίζει τέτοιες λεπτές διακρίσεις. Το ίδιο άτομο αναρωτήθηκε, επίσης, πώς γίνεται να ανήκουν στην ίδια οικογένεια γλώσσες που δεν μιλήθηκαν την ίδια εποχή και προέβαλε ως επιχείρημα μια βιολογική εξέταση που θα έδειχνε ότι τρεις άνθρωποι είναι αντίστοιχα παππούς, γιος και εγγονός, άρα δεν ανήκουν στην ίδια γενιά. Μα, αυτή είναι η έννοια της γλωσσικής οικογένειας: μπορεί να περιλαμβάνει  πρωτογλώσσες  και  θυγατρικές  γλώσσες (βλ. Joseph 2001: 128). Επίσης, ορισμένοι αποδίδουν τη συγγένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών σε δανεισμό από την Ελληνική, πράγμα που αποδεικνύεται δήθεν ως προς τις ασιατικές τουλάχιστον γλώσσες από τις «μυθικές παραδόσεις περί εκστρατείας του Διονύσου και του Ηρακλέους στην Ινδική». Όπως είδαμε, βεβαίως, είναι αβάσιμος γλωσσολογικά ο ισχυρισμός ότι τέτοιου είδους στοιχεία, όπως συντακτικές δομές κ.λπ. υπήρξαν αντικείμενο δανεισμού από τη μια γλώσσα στην άλλη. Και οι μυθικές παραδόσεις δεν είναι επιχείρημα για την ετυμολόγηση των χιλιάδων συγγενών ινδοευρωπαϊκών λέξεων από την Ελληνική).

Τέλος, η «ανακάλυψη» ανύπαρκτων ελληνικών λέξεων σε γλώσσες του Ειρηνικού, της Αμερικής ή της Ασίας χάριν εντυπωσιασμού δεν προβάλλει την Ελληνική· απεναντίας, αποτελεί δείγμα της ρηχότητας με την οποία μερικοί αντιμετωπίζουν όχι μόνο την ελληνική  γλώσσα,  αλλά  και  γενικότερα τον ελληνικό πολιτισμό. Ο Χαραλαμπάκης (1997: 251) κατακρίνοντας την ερασιτεχνική μέθοδο της φιλολόγου Ά. Τζ., η οποία σε βιβλίο της «προβάλλει» την Ελληνική διδάσκοντας μεταξύ άλλων ότι η Λατινική και η Σανσκριτική έχουν ελληνική καταγωγή, γράφει τα εξής για την  πραγματική αξία  της ελληνικής γλώσσας: «ευτυχώς που υπάρχουν, κυρίως ξένοι, αλλά και Έλληνες διαπρεπείς ερευνητές, οι οποίοι έχουν δείξει με τις αυστηρά επιστημονικές μελέτες τους ότι η Ελληνική γλώσσα αποτελεί μοναδικό ίσως φαινόμενο στην Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, καθώς μιλιέται αδιάκοπα επί 4.000 χρόνια και γράφεται επί 3.500 χρόνια, στον ίδιο περίπου γεωγραφικό χώρο. Στη γλώσσα μας γράφτηκαν αθάνατα λογοτεχνικά έργα. Ως ελληνιστική κοινή διαδόθηκε σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη. Αποτέλεσε τη γλώσσα της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, που άλλαξε τη ροή της ανθρωπότητας, ενώ ως δεύτερη γλώσσα του Ανθρωπισμού επηρέασε για δεύτερη φορά τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος στηρίζεται στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό. Και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να δανείζει ποικίλα μορφήματα για τη δημιουργία χιλιάδων επιστημονικών όρων και νεολογισμών. Αυτές οι αντικειμενικώς εξακριβώσιμες αλήθειες, για τις οποίες πρέπει να νιώθουν δικαιολογημένη υπερηφάνεια οι νεοέλληνες, απουσιάζουν εντελώς ή δεν τεκμηριώνονται επαρκώς σε μια μελέτη [της φιλολόγου Ά. Τζ.] που υποτίθεται ότι έχει στόχο να προβάλει την Ελληνική γλώσσα». Η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής έγκειται σε αυτά ακριβώς τα αντικειμενικά στοιχεία και δεν εξαρτάται από την «ανακάλυψη» ανύπαρκτων ελληνικών λέξεων στον βυθό του Ειρηνικού και τις κορυφές των Ιμαλαΐων με μια μέθοδο που δεν έχει καμία επιστημονική (γλωσσολογική και ιστορική) βάση. Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία χρόνια η παραπληροφόρηση που καλλιεργείται από ορισμένους κύκλους είναι μεγάλη. Ο προαναφερθείς αρθρογράφος του  Δαυλού  σε τηλεοπτική εκπομπή του πληροφόρησε το κοινό ότι κάποιο ιαπωνικό τοπωνύμιο  Τοντορόκι  δεν είναι άλλο από το ελληνικό όνομα …Θεοδωράκης  (τώρα, πώς ο Θ. έγινε τοπωνύμιο στην Ιαπωνία είναι άλλο θέμα…). Ο  Δαυλός,  άλλωστε, κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Ελληνική διάλεκτος η ιαπωνική γλώσσα»... Ενώ άλλοι έχουν γράψει βιβλίο για τους …Σπαρτιάτες της Χιλής. Ο Γιάννης Η. Χάρης σημειώνει (εφημ.  Τα Νέα,  3.8.2002) για τις ευρύτερα γνωστές αυτές «πηγές» ότι «από εκεί αντλούν μοιραία γνώσεις […] κάποιοι μπορεί συνειδητά, πολλοί, είναι σίγουρο, ασυνείδητα και με καλή την πίστη: γλωσσολογία λοιπόν από το Ηigh, το Βlue Sky, το Τηλεάστυ  του Καρατζαφέρη, αλλά και από το Seven, γλωσσολογία από τον Πλεύρη· κι από κοντά, η γνωστή  Ελεύθερη Ώρα  και τα ακροδεξιά έντυπα  Δαυλός  και  Ιχώρ ».

 


            [1]  Ένας βασικός λόγος για τον οποίον οι Αρχαίοι παρετυμολογούσαν τις λέξεις της Ελληνικής και δεν ανάγονταν στις πραγματικές τους ρίζες ήταν η έλλειψη επαφής με διάφορες ξένες γλώσσες. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος είχε μιαν αυτάρκεια, που δεν καθιστούσε αναγκαία τη γνώση ξένων γλωσσών, όπως συμβαίνει σήμερα. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρει ο Φαναριώτης λόγιος Σκαρλάτος Βυζάντιος (18522: ε), του οποίου, βεβαίως, τη φιλοπατρία δύσκολα θα αμφισβητούσε κανείς: «αναγιγνώσκοντες τον  Κρατύλον,  ενεθυμήθημεν πολλάκις τίνες αν ήθελον καταστή οι πρωτότυποι εκείνοι άνδρες, οι Πλάτωνες, οι Αριστοτέλεις, οι Ιπποκράτεις, εάν εγνώριζον και εσπούδαζον τας διαλέκτους [ενν. τις γλώσσες] των συγχρόνων αυτοίς  βαρβάρων,  καθώς τους έλεγον,  και μέχρι τίνος ήθελον προαγάγη την περί θεωρίας των γλωσσών επιστήμην, εάν εξήγον τα συμπεράσματά των εκ της αντιπαραθέσεως αυτών προς αλλήλας, κατά τον σημερινόν σύστημα της Linguistique [γλωσσολογίας]. Αλλ’ εις τους χρόνους εκείνους ο  δίγλωσσος  άνθρωπος ήτον εύρημα σπανιώτατον».

          [2]  Ο ισχυρισμός που έχει προβληθεί, ότι δηλ. οι πρωταρχικές ρίζες της γλώσσας είναι ηχομιμητικές, είναι αβάσιμος. Κατά τον Robins (1989: 37), «κάθε υπόθεση που θα δεχόταν πως η γλώσσα στα πρώτα της στάδια στηριζόταν στην ονοματοποιία πολύ περισσότερο απ’ όσο σε όποια άλλη γνωστή περίοδο είναι και θα παραμείνει μία υπόθεση ουσιαστικά αναπόδεικτη και δίκαια έγινε αντικείμενο σαρκαστικής κριτικής από τον Max Müller [1823- 1900] τον περασμένο αιώνα».

[3] Ακόμη κι όταν δύο τύποι συμπίπτουν μεταξύ τους φωνητικά σε μεγάλο βαθμό, δεν αλληλοσυνδέονται γενετικά κατ’ ανάγκην: ο Μαγουλάς (1969- 1970: 330) αναφέρει ότι το ελλην.  μάτι,  επειδή προέρχεται από το  ομμάτιον  (<  όμμα + -ιον), είναι εντελώς άσχετο με το ινδονησιακό mata. Τέτοιες παρετυμολογικές συνδέσεις ανάμεσα σε λέξεις θυμίζουν μια χαρακτηριστική παρομοίωση που χρησιμοποίησε ο Χατζιδάκις (1905: 6): ο μεγάλος γλωσσολόγος, θέλοντας να επισημάνει ότι η ερασιτεχνική έρευνα της γλώσσας, αυτή δηλ. που δεν έχει επιστημονικά ερείσματα, είναι επιφανειακή, έγραψε ότι «δύναται να παραβληθή ευστόχως προς την υπό αμαθούς βιβλιοθηκαρίου κατάταξιν των βιβλίων κατά το εξωτερικόν σχήμα ή το χρώμα του δέματος». Αλλά αυτά αγνοούνται από μερικούς, οι οποίοι ανακαλύπτουν την ελληνική λέξη  νερό  σε κάποιον αρχαίο ινδικό τύπο narayana και αναρωτιούνται: «η λέξη  νερομάνα  δεν ακούγεται το ίδιο με το narayana;;» (!) Μια ετυμολογία, όμως, για να θεωρηθεί σωστή, θα πρέπει να βασίζεται σε ορισμένα επιστημονικά στοιχεία. Ας σημειωθεί εδώ απλώς ότι η χρήση του  νερο-  ως πρώτου συνθετικού σε λέξεις όπως   νερομάνα  ανήκει μόνο στη μεσαιωνική και νεότερη Ελληνική. Πώς, λοιπόν, προκύπτει η προέλευση κάποιου σανσκριτικού τύπου από έναν τόσο νεότερο ελληνικό;

 


 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

 1