ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

                  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

ΣΥΜΒΟΛΑ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.1.

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ – ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.2.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.1.

ΤΟ ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

1.2.2.

ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

2.1.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ  ΚΡΑΤΥΛΟΥ

2.2.

ΟΙ ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

2.3.

Η «ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ»

2.4.

Η «ΛΕΞΑΡΙΘΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»

2.5.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΔΑΝΕΙΕΣ

2.6.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΑΝΥΠΑΡΚΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΛΛΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

1.1.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: ΓΡΑΦΗ, ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, ΓΡΑΦΗΜΑ

1.2.

ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ

1.3.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

1.4.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.1.

H ΛΕΞΗ  ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ

2.2.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΑΦΤΙ  ΚΑΙ  ΑΒΓΟ

2.3.

Η ΛΕΞΗ  ΒΡΟΜΑ

2.4.

Η ΛΕΞΗ  ΑΛΛΙΩΣ

2.5.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΠΑΛΙΟΣ- ΔΙΚΙΟ- ΕΛΙΑ

2.6.

Η ΛΕΞΗ  ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 


                  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΜΕΡΟΣ Α

1. ΘΕΩΡΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

          Στο κεφάλαιο αυτό, αρχικά θα οριστεί η ετυμολογία, αφού η συγκεκριμένη έννοια αποτελεί τη βάση για τα όσα θα ακολουθήσουν· εν συνεχεία, θα δοθεί έμφαση στη διαφορά της επιστημονικής από τη μη επιστημονική ετυμολογία, ώστε να φανεί ξεκάθαρα ότι η διαδικασία για την ανεύρεση του ετύμου αποτελεί επιστημονική εργασία· τέλος, θα αναφερθούν οι προϋποθέσεις εγκυρότητας μιας ετυμολογίας, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και γνωστικά εφόδια του ετυμολόγου. Αναλυτικά:

 

1.1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

H βασικότερη έννοια που θα μας απασχολήσει στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας είναι η  ετυμολογία  (αγγλ. etymology, γαλλ. étymologie, γερμ. Etymologie, ιταλ. etimologia). Ο όρος αυτός δηλώνει τη διαδικασία για την ανεύρεση του  ετύμου,  δηλ. της αρχικής μορφής και σημασίας των λέξεων, καθώς και τον τρόπο σχηματισμού τους σύμφωνα με τα διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης. Για παράδειγμα, η αρχική μορφή του νεοελληνικού ονόματος  παιδί  στην αρχαία Ελληνική ήταν  παιδίον υποκοριστικός τύπος του (ο / ηπαις  (ΛΝΕΓ, λ.  παιδί). Επίσης, τo επίθετο  ωραίος  «όμορφος» αρχικά σήμαινε «ο εν τη (καταλλήλω) ώρα» (Χατζιδάκις 1934: 558), δηλ. αυτός που είναι «στην ώρα του». Τέλος, το ρήμα  ξοδεύω  «δαπανώ» ετυμολογείται από τον αρχαίο ρηματικό τύπο  εξοδεύω  «εξέρχομαι» με σίγηση του άτονου αρκτικού φωνηεντικού φθόγγου [ε] (ΛΝΕΓ, λ.  ξοδεύω).

 

1.1.1. Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ EΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ – ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

Η ετυμολογία είναι εκ των πραγμάτων μια από τις πιο δύσβατες περιοχές στη γλωσσολογία, γιατί η αναγωγή στις αρχικές μορφές και τις σημασίες των λέξεων αποτελεί εγχείρημα που δεν θεμελιώνεται ούτε σε λογικά πορίσματα ούτε σε πειραματική διαδικασία (Picoche 1992: 3). Κατά συνέπεια, συχνό είναι το φαινόμενο της  παρετυμολογίας που σημαίνει την εσφαλμένη ετυμολογική ερμηνεία των λέξεων, αυτήν δηλ. που βασίζεται σε υποκειμενικά και όχι επιστημονικά κριτήρια· μια τέτοια ερμηνεία, για παράδειγμα, μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική εξέλιξη που ακολούθησε ένας γλωσσικός τύπος ή να παραβιάζει τους κανόνες παραγωγής και συνθέσεως των λέξεων οι οποίοι διέπουν μια γλώσσα. Εκτός, όμως, από την παρετυμολογία, υπάρχει η  λαϊκή ετυμολογία,  «η γλωσσολογική δραστηριότητα του λαού που δημιουργεί νέες γλωσσικές μονάδες από δάνειες ξένες λέξεις, τροποποιώντας με αναλογία και αφομοίωση τη μορφή τους, έτσι ώστε να πλησιάσουν πρότυπα με παρόμοια σημασία, που διαθέτει η γλώσσα» (Σετάτος 1994: 94). Παράδειγμα:  Ροδόλφος  >  Ροδόφιλος.  Τέλος, είδος παρετυμολογίας είναι και η  παιγνιώδης ετυμολογία,  δηλ. διάφορες ετυμολογικές ερμηνείες που «οφείλονται σε παικτική ή σατιρική διάθεση (αστεϊσμοί, ειρωνικοί υπαινιγμοί κ.λπ.)» (Σετάτος 1994: 94). Παράδειγμα: ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σε επιστολή του (εφημ.  Τα Νέα,  1.2.2003) αναρωτιέται  «μήπως θα έπρεπε να ερωτηθεί ο μεγαλύτερος εν ζωή γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι αν η λέξη  Μπους προέρχεται από το ουσιαστικό  μπούσουλας  (πυξίδα) ή από το ρήμα  μπουσουλάω (περπατάω με τα τέσσερα)».

Στις γραμμές που ακολουθούν, θα δοθούν τα παραδείγματα ετυμολογήσεως των λέξεων  καλύτερος  και  κτήριο,  τα οποία διασαφηνίζουν την αντίθεση ανάμεσα στην επιστημονική και τη μη επιστημονική ετυμολογία ή παρετυμολογία. Από τα παραδείγματα αυτά μάλιστα θα φανεί και η στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ετυμολογική προέλευση και την ορθογραφική παράσταση των λέξεων σε μια γλώσσα όπως η νέα Ελληνική, όπου ακολουθείται κατά κανόνα η  ετυμολογική ορθογραφία  (βλ. το Β, 1.2.).

 1. Όπως είναι γνωστό στους μεγαλυτέρους, η λ.  καλύτερος  άλλοτε γραφόταν με δύο  -λ-  και   -ι-  (καλλίτερος).  Η παλαιότερη αυτή γραφή είχε δικαιολογηθεί μεταξύ άλλων από τα εξής στοιχεία: από την εξέλιξη του  παλαιότερος  σε  παλαίτερος  με συγκοπή του  -ο-,  που τάχα αποδεικνύει την παραγωγή και του καλλίτερος  από τον τ.  καλλιότερος ·  από τα συγκριτικά  λωΐτερος, πρωΐτερος, νωΐτερος, σφωΐτερος  κ.ά., που απαντούν στον Όμηρο· από το συγκριτικό επίρρημα  καλλιτέρως,  που είναι αναγεγραμμένο σε επιγραφή της Ηλείας του 6ου αι. π.Χ. (Ζηκίδης 19264: 98)· από το α΄ συνθετικό  καλλι-  λέξεων όπως  καλλιγραφία, καλλιεργώ, Καλλιρρόη, καλλιτέχνης  κ.ά., που είχε υποτεθεί ότι έπαιξε ρόλο στη δημιουργία των συγκριτικών σε  -ύτερος.  Τα στοιχεία, όμως, αυτά αναιρούνται από τα ακόλουθα:

α) το  παλαιότερος  (<  παλαιός ) αποτελεί τύπο μεταγενέστερο του  παλαίτερος    (< πάλαι),  που είναι ήδη ομηρικό· άρα, δεν είναι δυνατόν ο πρώτος τύπος να έδωσε τον δεύτερο στα πλαίσια μιας εξέλιξης που να τεκμηριώνει την παραγωγή και του  καλλίτερος  από το  καλλιότερος ·

β) οι ανωτέρω ποιητικοί τύποι σε  -ίτερος  ήταν ήδη προ πολλού απαρχαιωμένοι την εποχή της μεσαιωνικής Ελληνικής, τότε δηλ. που σχηματίστηκαν τα νέα συγκριτικά σε   -ύτερος ·

γ) ο διαλεκτικός τύπος της Ηλείας που προαναφέρθηκε δεν μπορεί να έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα, γιατί η μεσαιωνική και η νέα Ελληνική προήλθαν από την Αλεξανδρινή Κοινή, μια γλωσσική μορφή της Ελληνικής που βασιζόταν στην αττική διάλεκτο. Στη σύγχρονη Ελληνική έχουν επιβιώσει εξαιρετικά περιορισμένοι αρχαίοι διαλεκτικοί τύποι· πρόκειται κυρίως για τοπωνύμια, λόγω του συντηρητικού χαρακτήρα που αυτά έχουν, συγκρινόμενα με άλλες κατηγορίες λέξεων: παράδειγμα αποτελεί το λακωνικό  Βοίτυλος / Οίτυλος  (σημ.  Οίτυλο), που προέρχεται από την Τσακωνική, μια δωρικής προελεύσεως διάλεκτο της νέας Ελληνικής·

δ) η φωνητική σύμπτωση του σημερινού  καλύτερος  με το αρχαίο διαλεκτικό  καλλίτερος,  όπως προφέρεται σήμερα, δεν αποτελεί τεκμήριο της επιβίωσης του τελευταίου στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Σε μερικές περιπτώσεις, παρατηρούνται φωνητικές ομοιότητες ανάμεσα σε τύπους της νέας και της αρχαίας Ελληνικής, διαλεκτικούς ή μη, οι οποίες όμως έχουν εντελώς συμπτωματικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, οι τύποι  οι αγγέλοι, οι πολέμοι,  εφέραν (ε) κ.ά., που ακούγονται μερικές φορές, δεν αποδεικνύουν την επιβίωση δωρικού τονισμού στη νέα Ελληνική, όπως είχε υποστηριχθεί κάποτε· απεναντίας, αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά τους τ.  των αγγέλων- τους αγγέλους, των πολέμων- τους πολέμους, εφέραμεν- εφέρετε  αντίστοιχα· ομοίως, ο λαϊκός τ.  χαιράμενος  «χαρούμενος» δεν είναι κατάλοιπο αιολισμού του ρήματος  χαίραμαι / χαίρημι,  όπως είχε υποστηρίξει ο Αδ. Κοραής, αλλά σχηματισμός που συμφωνεί με αρχ. μτχ. ενεστ. σε  -άμενος  ρημάτων σε  -μι  (ιπτάμενος, κρεμάμενος  κ.ά.) και μτχ. αορ. σε  -άμενος  (δεξάμενος, χαρισάμενος  κ.ά.) – το ίδιο ισχύει και για το λαϊκό  λεγάμενος ·     

ε) το συγκριτικό  καλύτερος  θα ήταν πιο πιθανό να διαμορφωθεί τους μεσαιωνικούς χρόνους με βάση το πλήθος των λέξεων που αρχίζουν από  καλο-  και έχουν το βασικό συνδετικό φωνήεν της νέας Ελληνικής, δηλ. το  -ο-,  και όχι με βάση τις λίγες λέξεις που αρχίζουν από  καλλι- ·  διάφοροι μεσαιωνικοί τύποι από  καλο-,  που θα μπορούσαν να δοθούν ως παραδείγματα,  είναι οι ακόλουθοι (βλ. το ΛΝΕΓ στα αντίστοιχα λήμματα):  καλοβλέπω, καλογνωμία, καλογραμμένος, καλορίζικος  κ.ά.·

στ) η ετυμολογία της λ.  καλύτερος  θα πρέπει να εξηγεί ικανοποιητικά τη δημιουργία και άλλων συγκριτικών επιθέτων σε  -ύτερος,  καθώς και επιρρημάτων σε    -ύτερα,  που στερούνται αρχαίων τύπων, όπως  μακρύτερος, μεγαλύτερος, αρχύτερα, πρωτύτερα  κ.ά. (Χατζιδάκις 1905: 581, Μπαμπινιώτης 1997 γ).

Τελικά, το συγκριτικό  καλύτερος,  όπως δίδαξε πρώτος ο Χατζιδάκις ήδη από το 1887 (1905: 581- 584, 1934: 559- 561, 1977: 143), πρέπει να γράφεται με  ένα  -λ-  και    -υ-,  γιατί έχει σχηματιστεί κατά τον αντίστοιχο βαθμό των επιθέτων σε  -ύς  ( βαθύς- βαθύτερος, γλυκύς- γλυκύτερος, παχύς- παχύτερος, ταχύς- ταχύτερος  κ.λπ.).

 2. Άλλο ένα παράδειγμα είναι αυτό του ουσ.  κτήριο,  που έχει συνδεθεί με το  ρ.  κτίζω  και γράφεται τις περισσότερες φορές με  -ι-  ( κτίριο ).  Ο Χατζιδάκις    (1915 α: 91, 1934: 158- 159, 1977: 258- 259), ωστόσο, προέβαλε τις εξής αντιρρήσεις σε αυτήν την ετυμολογία και τη συνακόλουθη γραφή της συγκεκριμένης λέξης με  -ι- : 

α) η ετυμολόγηση του  κτήριο  από το  κτίζω  θα άφηνε ανερμήνευτη την απουσία από τον ονοματικό τύπο του  -σ-,  το οποίο υπάρχει στα παράγωγα  κτίση, κτίσμα, κτίστης, κτιστός  κ.ά. του εν λόγω ρήματος·

β) η κατάληξη  -ριο  του τ.  κτήριο  είναι εντελώς άγνωστη στην ελληνική γλώσσα και αβάσιμη επιστημονικά.

Σύμφωνα με τους κανόνες παραγωγής των λέξεων, το παράγωγο του  κτίζω  θα έπρεπε να έχει τη μορφή  κτιστήριο,  όπως π.χ. τα  δικαστήριο  (<  δικάζω ),  πιεστήριο     (<πιέζω ),  ποτιστήρι ( ο ) (<  ποτίζω ),  φροντιστήριο  (< φροντίζω ) κ.ά.

Επομένως, η προέλευση του  κτήριο  θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού: το όνομα αυτό ετυμολογείται πιθανώς από τον μεσαιωνικό τ.  ευκτήριον  (οίκημα)  «οίκος προσευχών» ως εξής (ΛΝΕΓ, λ.  κτήριο ): «ευκτήριον  (οίκημα) = [efktirion] > *φκτήριο = [fktirio] (με σίγηση του άτονου αρκτικού φωνήεντος) >  κτήριο ». Ανάλογη ως προς τα δύο πρώτα στάδια είναι η φωνητική εξέλιξη που ακολούθησε, π.χ., το όνομα  Φροσύνη,  που προέρχεται από το  ευφροσύνη.  Επίσης, κατά τον Χατζιδάκι (1934: 159, 1977: 259), η σημασιολογική εξέλιξη του  κτήριο,  που αρχικά δήλωσε την εκκλησία και τελικά το εν γένει οικοδόμημα, τεκμηριώνεται από τη διαλεκτική χρήση του  χτήριν / χτήρια  στην Κύπρο με τη σημασία της εκκλησίας. Τέλος, έχει προταθεί και η ετυμολόγηση του  κτήριο  από το μτγν.  οικητήριον  «κατοικία», κατά τον ακόλουθο τρόπο (ΛΝΕΓ, λ.  κτήριο ): «  οικώ  >  οικητήριο  >  *οικτήριο  (με συγκοπή του  -η- >  κτήριο  (με σίγηση του ατόνου αρκτικού φωνήεντος· πβ.  ημέρα  >  μέρα, υγεία  >  γεια, ερωτώ  >  ρωτώ, αιγιαλός  >  γιαλός  κ.λπ.)».

1.1.2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

Από αυτά τα παραδείγματα και από πολλά άλλα, μπορούν να προκύψουν ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις προϋποθέσεις εγκυρότητας μιας ετυμολογικής έρευνας στην Ελληνική. Ένας ετυμολόγος, προκειμένου να αναχθεί στις αρχικές μορφές και σημασίες των λέξεων, θα πρέπει να διαθέτει σε γενικές γραμμές τα εξής εφόδια: α)  γλωσσολογική γνώση της γλώσσας,  β)  φιλολογική γνώση της γλώσσας  και γ)  γνώση ξένων γλωσσών με τις οποίες συνδέεται η Ελληνική.  Αναλυτικά: 

α)  η  γλωσσολογική γνώση  της ελληνικής γλώσσας εκ μέρους του ειδικού στην ετυμολογία θα πρέπει να εκτείνεται σε διαφόρους κλάδους της γλωσσικής επιστήμης, όπως η  ιστορική γλωσσολογία,  η  διαλεκτολογία  κ.ά., και σε διάφορα επίπεδα αναλύσεως της γλώσσας, όπως το  μορφολογικό,  το  σημασιολογικό,  το    φωνολογικό / φωνητικό  κ.ά.

Ειδικότερα, η γνώση των διαλέκτων και των ιδιωμάτων της νέας Ελληνικής μπορεί να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στον ερευνητή της ετυμολογίας των λέξεων. Η μορφή, η προφορά και η σημασία ενός διαλεκτικού ή ιδιωματικού τύπου μπορεί να φωτίσει την προέλευση και την ιστορική εξέλιξη ενός παρεμφερούς τύπου της Κοινής. Ο Χατζιδάκις (1977: 298) μάλιστα έγραφε χαρακτηριστικά ότι «αι διάφοροι σημεριναί διάλεκτοι εμφανίζουν ημίν τρόπον τινά φωτογραφικάς εικόνας της γλώσσης των μεταγενεστέρων και μεσαιωνικών χρόνων». Για παράδειγμα, το  είναι,  γ΄ ενικό πρόσωπο του ρ.  είμαι,  δεν αποτελεί επιβίωση του αρχ. απαρεμφάτου  είναι ·  απεναντίας, προέρχεται από το μεσαιωνικό  έναι,  ανάγεται στο αρχ.  ένι  «ένεστι, εστί» και έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τα  είμαι, είσαι  κ.λπ. Οι ιδιωματικοί τ.  ένι  και  έναι  αντιπροσωπεύουν τα στάδια της ιστορικής εξέλιξης του σημερινού  είναι  (Χατζιδάκις 1905: 564- 568, 1977: 62). Επίσης, η ετυμολόγηση της κατάληξης  -πουλ (λ) ος, -πούλ (λ) α, -πουλ (λ) ον  από το λατ. pullus και όχι από το αρχ.  πώλος  αποδεικνύεται μεταξύ άλλων από την προφορά του διπλού  -λ-  των καταλήξεων αυτών στην κυππριακή διάλεκτο και σε ιδιώματα άλλων νησιών όπου υπάρχει διάκριση απλών και διπλών συμφώνων στην προφορά (Χατζιδάκις 1905: 650, 1934: 475- 476). Τέλος, το κυπριακό  χτήριν  που προαναφέρθηκε (Α΄, 1.1.1.), επειδή σημαίνει τον ναό, ενισχύει την άποψη ότι το νεοελληνικό  κτήριο  ετυμολογείται από το μτγν.  ευκτήριον,  που είχε την ίδια σημασία (Χατζιδάκις 1934: 159, 1977: 259).  

Απαραίτητη σε έναν ετυμολόγο είναι, επίσης, και η γλωσσολογική γνώση των μεταβολών της Ελληνικής στα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, επίπεδα:

 iμορφολογικό :  η λ.  βρόμα,  π.χ., έχει παρετυμολογηθεί προς το ουσ.  (το)  βρώμα  (< βιβρώσκω ), που περιλαμβάνεται στο γνωστό « σκωλήκων βρώμα και δυσωδία » της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, με βάση τους κανόνες παραγωγής και συνθέσεως των λέξεων, μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν είναι δυνατόν να έχει παραχθεί το  βρομώ  από το ουδ.  βρώμα  (<  βιβρώσκω ) της εκκλησιαστικής αυτής φράσης για τον εξής λόγο: κατά τον Χατζιδάκι (1977: 259), τα ονόματα σε  -μα  δεν δίνουν παράγωγα ρήματα σε  -έω,  όπως το   βρομώ,  αλλά σε   -ίζω,  όπως π.χ. τα  βηματίζω  (< βήμα ),  θρυμματίζω  (<  θρύμμα ),  τερματίζω  (< τέρμα ),  χρωματίζω  (< χρώμα ) κ.ά.· επίσης, μπορούν να δώσουν ρηματικούς τύπους σε  -αίνω  (π.χ.  ασθμαίνω  <άσθμα ), σε  -άζω  ( θαυμάζω  <  θαύμα ), σε  -εύω  ( γνωματεύω  <  γνώμα ), σε  -όω  ( σωματόω  <  σώμα ) και σε  -σσω  (αιμάσσω <  αίμα ) (Χατζιδάκις 1977: 555- 559). Επομένως, εφόσον ο ρηματικός τύπος έχει τη μορφή  βρομέω, -ώ,  δεν παράγεται από το ουδ.  βρώμα.

 iiσημασιολογικό :  το ρήμα  βρομώ  του προηγούμενου παραδείγματος παράγεται από το αρχ. (ο)  βρόμος  «κρότος», που ήδη σε προχριστιανικούς χρόνους δήλωσε και τη δυσάρεστη οσμή που προκαλούν μερικοί κρότοι. Η εξέλιξη της σημασίας του συγκεκριμένου ρήματος («θορυβώ» → «μυρίζω άσχημα») εξηγείται από το ότι γενικά (ΛΝΕΓ, λ.  βρομώ ) «ορισμένοι χαρακτηριστικοί κρότοι ακολουθούνται από δυσοσμία». Γενικότερα, το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο ένα ρήμα δηλώνει και μια δεύτερη σημασία, που συνδέεται συνειρμικά με τη βασική, μαρτυρούν μεταξύ άλλων οι εξής ρηματικοί τύποι: το ομηρ.  πίπτειν,  που χρησιμοποιήθηκε «επί των εν μάχη πιπτόντων, φονευομένων», το αρχ.  ψοφείν  «κροτώ, αποθνήσκω» και το συνώνυμό του ομηρ.  δουπείν  (ΛΟ, λ.  δουπέω), το γαλλ. claquer «κροτώ- πεθαίνω» (ΛΝΕΓ, λ.  ψοφώ,  βλ. και ROB, λ. claquer), καθώς και το αρχ.  ομιλώ,  που δήλωσε διαδοχικά τις εξής σημασίες (Χατζιδάκις 1977: 273): «ειμί εν ομίλω», «διαλέγομαι, λέγω εν τω ομίλω» και, εν τέλει, απλώς «λέγειν».

 iiiφωνολογικό / φωνητικό :  σύμφωνα με μια άποψη που είχε διατυπωθεί, το   οι  στη συνεκφορά  οι γυναίκες  πρέπει να γραφεί με  -η-,  γιατί το  άρθρο  αι  της Αρχαίας ετράπη σε  -η-  (με υπογεγραμμένη). Κατά τον Χατζιδάκι (1905: 10- 11, 569- 571), όμως, αυτή η ορθογράφηση του θηλ. άρθρου  οι  είναι επιστημονικά αβάσιμη, γιατί προϋποθέτει ετυμολογική ερμηνεία που έρχεται σε αντίθεση με τους φωνολογικούς νόμους της γλώσσας. Απεναντίας, η εκφορά του τ.  οι  με το  γυναίκες,  που μαρτυρείται τον 2ο αι. μ.Χ., σε μια εποχή δηλ. που το  -οι-  δεν είχε ακόμη συμπέσει φωνηητικά με τα  -ι-, -ει-, -η-,  αποδεικνύει την απλοποίηση του άρθρου στον πληθυντικό και τη δήλωσή του με έναν τύπο, κοινό για το αρσενικό και το θηλυκό γένος. Άρα, η γνώση των φωνολογικών νόμων της Αρχαίας αποτρέπει στην προκειμένη περίπωση την αποδοχή της άποψης ότι το άρθρο  αι  στη συνεκφορά  αι γυναίκες  ετράπη σε  -η-.  Επίσης, η γνώση του φωνολογιικού / φωνητικού συστήματος της Ελληνικής σε διαχρονικό επίπεδο και, ειδικότερα, των φαινομένων του μονοφθογγισμού και ιωτακισμού των διφθόγγων διευκολύνουν εδώ την ετυμολόγηση του άρθρου  -οι-,  που πράγματι είχε διφθογγική προφορά σε ένα πρώιμο στάδιο της Αρχαίας, αλλά εν συνεχεία εξελίχθηκε σε μονόφθογγο, η οποία τελικά συνέπεσε φωνητικά με το  -ι-.  

β) η φιλολογική γνώση της Ελληνικής σημαίνει την εποπτεία της γραμματείας, δηλ. του συνόλου των κειμένων που έχουν γραφεί στη γλώσσα αυτήν σε διάφορες φάσεις της: η επαφή με κείμενα γραμμένα σε προηγούμενες μορφές της Ελληνικής και η εν γένει γραμματολογική επάρκεια επιτρέπει στον επιστήμονα να εντοπίσει κρίσιμα στοιχεία για τη διερεύνηση της ετυμολογίας των λέξεων. Παραδείγματα αποτελούν: η εμφάνιση του  βρόμος  στην Παλαιά Διαθήκη και αργότερα στον τραγικό ποιητή Φρύνιχο (6ος- 5ος αι. π.Χ.) με τη σημασία της δυσωδίας, που μας διαφωτίζει για την ετυμολογία του θηλ.  βρόμα ·  επίσης, η μαρτυρία της συνεκφοράς  οι γυναίκες  σε πάπυρο του 2ου αι. μ.Χ., που ρίχνει φως στην ετυμολογική προέλευση του θηλυκού άρθρου  -οι-  του πληθυντικού αριθμού. Eιδικότερα:

Ένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι η λ. (ηβρόμα  δεν συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. (το)  βρώμα  (<  βιβρώσκω ) της προαναφερθείσας φράσης « σκωλήκων βρώμα και δυσωδία » είναι το ακόλουθο (Χατζιδάκις 1977: 259- 260):  η λ.  βρόμα,  που υποτίθεται ότι προέρχεται από το  βρώμα  της Καινής Διαθήκης, στην πραγματικότητα απαντά ήδη στην Παλαιά Διαθήκη και αργότερα στον τραγικό ποιητή του 6ου- 5ου αι. π.Χ. Φρύνιχο με τη σημασία της δυσωδίας. Επομένως, το ρ. βρομώ,  από το οποίο παράγεται  υποχωρητικώς  [βλ. Β΄, 2.3.] το ουσ. (η)  βρόμα,  έχει διαφορετική ετυμολογική προέλευση: παράγεται από το αρχ.  (ο)  βρόμος  «κρότος»,  που ήδη σε προχριστιανικούς χρόνους δήλωσε και τη δυσάρεστη οσμή που προκαλούν μερικοί κρότοι.

Επίσης, ένα θέμα που είδαμε προηγουμένως είναι η ετυμολογία του θηλυκού άρθρου  οι  (π.χ.  οι γυναίκες ) στον πληθυντικό αριθμό. Κατά τον Χατζιδάκι (1905: 10- 11, 569- 571), το άρθρο αυτό συνδέεται με το αντίστοιχο αρσενικό  οι.  Πιο συγκεκριμένα, η εκφορά του τ.  οι  με το  γυναίκες,  που μαρτυρείται σε πάπυρο του 2ου αι. μ.Χ., τότε δηλ. που το  -οι-  δεν είχε ακόμη συμπέσει φωνητικά με τα  -ι-, -ει-,  -η-,  αποδεικνύει την απλοποίηση του άρθρου στον πληθυντικό και τη δήλωσή του με έναν τύπο, όμοιο στο αρσενικό και το θηλυκό γένος (ανάλογο φαινόμενο είναι η επικράτηση της γεν. πληθ.  των φίλων,  τύπου των αρσ. και ουδ. επιθέτων, έναντι του θηλ. *των φιλών,  που αποδεικνύεται από το δωρ.- αιολ.  φιλάν  και το ιων.  φιλέων).

 γ)  η  γνώση ξένων γλωσσών, και ειδικότερα εκείνων με τις οποίες συνδέεται η Ελληνική είτε λόγω κοινής καταγωγής είτε λόγω δανεισμού γλωσσικών στοιχείων, μπορεί επίσης να φανεί χρήσιμη στον ετυμολόγο. Για παράδειγμα, η σημασιολογική εξέλιξη του  ψοφώ  «θορυβώ» → «πεθαίνω» (ΛΝΕΓ, λ.  ψοφώ) φωτίζεται από την διττή σημασία του γαλλ. claquer: το ρήμα αυτό σημαίνει κυρίως «produire un bruit sec et sonore» [«παράγω έναν θόρυβο απότομο και ηχηρό»], αλλά και «mourir» [«πεθαίνω»] σε καθημερινό ύφος (ROΒ, λ. claquer)· επίσης, η ετυμολογική σύνδεση του αρχ.  λείχω  με το σανσκρ. lihati, το λατ. linguo, το αρχ. γερμ. lecchōn,  το γαλλ. lécher, το αγγλ. lick, το γερμ. lecken  κ.ά. αποδεικνύεται από το ότι όλοι αυτοί οι τύποι έχουν τη σημασία «γλείφω» (ΛΝΕΓ, λ.  γλείφω)· ακόμη, ο προαναφερθείς περιορισμός των άρθρων  αι  και  οι  σε έναν τύπο στον πληθυντικό, τον τ.  οι,  αντιστοιχεί στην περίπτωση του γαλλ. les και του γερμ. die· τέλος, η γνώση της Γαλλικής αποκαλύπτει ότι η λ.  πιλοτή  είναι δάνεια από τη γλώσσα αυτήν, άρα ότι δεν συνδέεται ετυμολογικά με το ελλην.  πύλη : πιο συγκεκριμένα, η γαλλική αυτή λέξη σημαίνει «ensemble de pieux (pilots) enfoncés en terre pour asseoir les fondations dune construction sur leau ou en terrain meuble; chacun de ces pilots » (ROΒ, λ. pilotis) [«σύνολο πασσάλων βυθισμένων στο έδαφος, για να στηρίξουν τα θεμέλια μιας κατασκευής πάνω στο νερό ή σε κινητό έδαφος· καθένας από αυτούς τους πασσάλους»].

 

1.2. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

Αντικείμενο του κεφαλαίου αυτού είναι η διαχρονική θεώρηση του θέματος που μας απασχολεί. Η ενασχόληση με την ετυμολογία μπορεί να διακριθεί σε δύο χρονικές φάσεις, την προεπιστημονική και την επιστημονική. Τα δύο υπο-κεφάλαια είναι αφιερωμένα στα δύο αυτά στάδια από τα οποία πέρασε η έρευνα της ετυμολογίας σε διαχρονικό επίπεδο.

 

1.2.1. ΤΟ ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

Η αναζήτηση του  ετύμου,  δηλ. της αληθούς ρίζας και σημασίας των λέξεων, απασχολεί τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σε έναν πλατωνικό διάλογο, τον  Κρατύλο  ή  Περί ορθότητος ονομάτων.  Αυτό το κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όμως, δεν παρέχει στον αναγνώστη του έγκυρες ετυμολογικές πληροφορίες, επειδή η εκεί διερεύνηση της προέλευσης των λέξεων βρίσκεται ακόμη στο προεπιστημονικό στάδιο της ενασχόλησης με τη γλώσσα. Για την ακρίβεια, ο πλατωνικός  Κρατύλος  αποτελεί πηγή για την παρετυμολογία πολλών λέξεων της Ελληνικής. Το θεωρητικό υπόβαθρο στις ερμηνείες που δίνει το έργο αυτό είναι η άποψη ότι ανάμεσα στα ονόματα και τα πράγματα υπάρχει μια αιτιώδης, φυσική σχέση: σύμφωνα με την άποψη του φιλοσόφου Κρατύλου, ενός από τους πρωταγωνιστές του ομώνυμου διαλόγου, ονόματα και πράγματα συνδέονται μεταξύ τους αιτιακά. Αντίθετα, κατά τον Ερμογένη, που επίσης συμμετέχει στη συζήτηση, η εν λόγω σχέση έχει συμβατικό χαρακτήρα. Όλοι όσοι υποστήριζαν την πρώτη άποψη – ο Πλάτων, οι Στωικοί κ.ά. –  προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τις αρχικές μορφές και σημασίες των λέξεων της Ελληνικής μέσα από τις ιδιότητες των πραγμάτων τα οποία αυτές δήλωναν. Οι υποστηρικτές της ονοματοκρατικής αυτής θέσης για τη σχέση ονομάτων- πραγμάτων επεδίωκαν δηλ. να εξηγήσουν τον σχηματισμό μιας λέξης κατά τη δημιουργία της γλώσσας από τους πρώτους ανθρώπους, τη «γλωσσογονία», που ήταν γι’αυτούς προϊόν ονοματοθεσίας. Χαρακτηριστικά για τη φιλοσοφική στάση εκείνης της εποχής απέναντι στη γλώσσα είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από τον  Κρατύλο,  που περιλαμβάνουν τις ετυμολογίες των λέξεων  άνθρωπος, ήλιος, Δημήτηρ  και  Ποσειδών :  «[…] το όνομα “άνθρωπος” σημαίνει ότι, ενώ κάθε άλλο ζώο δεν ερευνά ούτε στοχάζεται για ό,τι βλέπει, ούτε “αναθρεί” (κοιτάζει προς τα πάνω), ο άνθρωπος και βλέπει – αυτό θα πει “όπωπε” – και “αναθρεί” και στοχάζεται για ό,τι “όπωπε” (έχει δει). Γι’αυτό απ’όλα τα ζώα μόνο ο άνθρωπος ονομάστηκε σωστά “άνθρωπος”, ως “αναθρών α όπωπε” (γιατί εξετάζει όσα έχει δει)» (Πλάτων,  Kρατύλος  399c,  1994: 111)· «οι Δωριείς τον ονομάζουν [ενν. τον ήλιο] “άλιον”. “Άλιος” θα μπορούσε να είναι για το “αλίζειν” (επειδή συγκεντρώνει) στον ίδιο χώρο ανθρώπους από τη στιγμή που ανατέλλει, θα μπορούσε όμως να είναι και επειδή “αεί ειλείν ιών” (συνεχώς κινείται περιστρεφόμενος) γύρω από τη γη […]» (Πλάτων,  Kρατύλος  409a,  1994: 139)· «η Δήμητρα φαίνεται ότι έχει ονομαστεί για την παροχή της τροφής, και ονομάστηκε “Δημήτηρ” “διδούσα ως μήτηρ” (προσφέροντας ως μητέρα)» (Πλάτων, Kρατύλος  404b, 1994: 125)· «ο Ποσειδών μού φαίνεται ότι ονομάστηκε έτσι από τον πρώτο που τον ονόμασε, επειδή, καθώς εκείνος βάδιζε, η φύση της θάλασσας δεν τον άφησε να προχωρήσει αλλά του έγινε σαν δέσιμο των ποδιών. Τον θεό λοιπόν, που είναι άρχοντας αυτής της δύναμης, τον ονόμασε “Ποσειδώνα”, σαν να ήταν “Ποσίδεσμος” (με δεμένα πόδια). Το  -ε-  ίσως προστέθηκε για να είναι ωραιότερη η λέξη. Ίσως όμως να μην εννοεί αυτό, γιατί παλιά το όνομά του αντί του  σίγμα  είχε δύο  λάμδα,  εννοώντας ότι ο θεός είναι “πολλά ειδώς” (γνώστης πολλών). Ίσως πάλι να πήρε το όνομά του από το  σείων,  “ο σείων”, με προσθήκη του  πι  και του  δέλτα » (Πλάτων,  Kρατύλος  402e- 403a, 1994: 121). Αυτή η μέθοδος για την ανεύρεση του ετύμου των λέξεων, που έχει ως αφετηρία μια καθαρά φιλοσοφική θέση απέναντι στη γλώσσα, ακολουθείται και πολύ αργότερα, στους μεσαιωνικούς χρόνους. Σε ετυμολογικό λεξικό του 11ου αι., για παράδειγμα, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι εξής ετυμολογικές πληροφορίες για τις ίδιες λέξεις,  άνθρωπος, ήλιος, Δημήτηρ  και  Ποσειδών  (βλ. το ΕM στα αντίστοιχα λήμματα): «άνθρωπος: παρά το  άνω θρειν,  ήγουν  άνω βλέπειν · μόνος γαρ των άλλων ζώων ο άνθρωπος άνω βλέπει […] ή παρά το  άνω ρέπειν, ανώροπος  τις ων»· «ήλιος: παρά το  δήλος δήλιος, ο φανερός· και  ήλιος,  αποβολή του  -δ- »· «Δημήτηρ: παρά το  γη  και το  μήτηρ, γημήτηρ  τις ούσα· και τροπή του  -γ-  εις  -δ- ·  ή  δημομήτηρ,  κατά συγκοπήν· ή παρά το  διελείν την γην και τέμνειν εν τη αροτριάσει […]»· «Ποσειδών: […] παρά το  την πόσιν δεσμείν · ουδείς γαρ εκ του της θαλάσσης πίνει ύδατος αυθαιρέτως […]». Ο μελετητής Karl Krumbacher γράφει μάλιστα για τους βυζαντινούς ετυμολόγους τα εξής: «την αστάθειαν και αβεβαιότητα της βυζαντινής ετυμολογίας χαρακτηρίζει τούτο μάλιστα, ότι σπανίως οι ετυμολόγοι είναι ευχαριστημένοι με εν και μόνον έτυμον, προσφέρουν δε εις την εκλογήν του αναγνώστου και δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, πέμπτον, έκτον» (το χωρίο του Krumbacher παραθέτει σε άρθρο του για τα βυζαντινά λεξικά και γραμματικές ο Χαραλαμπάκης, βλ. Κοπιδάκη 1999: 169).

Ακολούθως, θα φανεί γιατί αυτές οι ετυμολογίες δεν έχουν επιστημονική βάση.

 

1.2.2. ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

            Δύο βασικές αρχές της γλωσσολογίας διαφοροποιούν το προεπιστημονικό από το επιστημονικό στάδιο στην ετυμολογική έρευνα των λέξεων: α) αυτή που ορίζει ότι η σχέση ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή μιας λέξης είναι συμβατική και β) αυτή που ορίζει ότι οι γλωσσικές μεταβολές δεν έχουν συμπτωματικό χαρακτήρα, αλλά βασίζονται σε φωνολογικούς νόμους. Η πρώτη αρχή υπόκειται στις έρευνες που διεξήγαγαν οι εκπρόσωποι της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας τον 19ο αι., αλλά αναπτύχθηκε αργότερα από τον ιδρυτή της νεότερης γλωσσολογίας Ferdinand de Saussure (1857- 1913), στα πλαίσια της θεωρίας περί γλωσσικών σημείων που διατύπωσε. Η δεύτερη αρχή, αυτή που αφορά στους φωνολογικούς νόμους, διατυπώθηκε από τους ιστορικοσυγκριτικούς γλωσσολόγους και οδήγησε κατ’εξοχήν στην επιστημονική θεμελίωση της διαδικασίας για την ανεύρεση του ετύμου των λέξεων. Ας δούμε, όμως, την καθεμιά από τις δύο αυτές θεωρητικές αρχές αναλυτικά.

Σύμφωνα με την πρώτη αρχή, αυτήν του Saussure, ο δεσμός που ενώνει το σημαινόμενο με το σημαίνον ενός γλωσσικού σημείου, δηλ. η σχέση σημασίας και μορφής μιας λέξης, έχει συμβατικό και όχι αιτιακό χαρακτήρα. Κατά τον Ελβετό γλωσσολόγο, δεν υπάρχει καμία εσωτερική, αιτιώδης σχέση που να συνδέει, π.χ., τη σημασία “soeur” «αδελφή» και την αντίστοιχη ακουστική εικόνα. Η σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη σημασία αυτή και τα φωνολογικά στοιχεία που χρησιμεύουν ως δήλωσή της είναι συμβατική. Ένας οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός φωνημάτων θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τη φωνολογική αντιπροσώπευση της συγκεκριμένης σημασίας. Ο Saussure προέβαλε ως απόδειξη της επιστημονικής αυτής θέσης τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στις γλώσσες και την ίδια την ύπαρξη διαφόρων γλωσσών. Όπως θα πει χαρακτηριστικά (Saussure 1979: 102): «το σημαινόμενο “boeuf” «βόδι» έχει ως σημαίνον b-ö-f από τη μια μεριά των συνόρων και o-k-s (Ochs) από την άλλη». Αν ο δεσμός ανάμεσα στο περιεχόμενο και την έκφραση μιας λέξης ήταν αιτιακής φύσεως, δεν θα παρατηρούνταν διαφορές ανάμεσα στις φυσικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι ανά τον κόσμο. O φιλόσοφος Σέξτος Εμπειρικός ( Προς γραμματικούς  145, 1998: 267) τον  2ο αι. μ.Χ. είχε υποστηρίξει την ίδια άποψη: «αν, βέβαια, υποθέσουμε ότι τα ονόματα είναι φύσει και δεν σημαίνουν δυνάμει της εκάστοτε σύμβασης, θα έπρεπε οι πάντες να καταλαβαίνουν τους πάντες, οι Έλληνες τους βαρβάρους, οι βάρβαροι τους Έλληνες και βάρβαροι πάλι (άλλους) βαρβάρους. Αυτό όμως δεν ισχύει, επομένως τα ονόματα δεν σημαίνουν εκ φύσεως». Συνεπώς, η άποψη ότι κάποιος ονοματοθέτης δημιούργησε τις πρώτες λέξεις, προκειμένου να αποδώσει τις ιδιότητες των αντίστοιχων αντικειμένων αναφοράς, δεν έχει επιστημονική βάση. Για παράδειγμα, η θέση ότι οι λέξεις  άνθρωπος, ήλιος, Δήμητρα  και  Ποσειδών  είχαν αρχικά μορφές, όπως  αναθρών α όπωπε / ανώροπος, άλιος / δήλιος, διδούσα ως μήτηρ / γημήτηρ, Ποσίδεσμος / την πόσιν δεσμείν  κ.λπ., που απέδιδαν αντίστοιχα τις ιδιότητες του ανθρώπινου όντος, του συγκεκριμένου στοιχείου της φύσεως και των εν λόγω δύο θεών, ανήκει στην προεπιστημονική φάση της ετυμολόγησης των λέξεων. Αξίζει, βεβαίως, να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση, που αφορά στην υφή του γλωσσικού σημείου: τα μέρη που απαρτίζουν το σημείο αποτελούν εσωτερικές, ψυχικές οντότητες·  το  σημαινόμενο  είναι η  γνώση  για τη σημασία μιας λέξης, ενώ το  σημαίνον  η  γνώση  για τη φωνολογική της έκφραση (με φωνήματα), που διαφέρει από την ηχητική της πραγμάτωση με φθόγγους. Κατά τον Saussure (1979: 100), «το γλωσσικό σημείο ενώνει όχι ένα πράγμα και ένα όνομα, αλλά μια ιδέα και μια ακουστική εικόνα. Αυτή η τελευταία δεν είναι ο υλικός ήχος, πράγμα καθαρά φυσικό, αλλά το ψυχικό αποτύπωμα του ήχου αυτού, η παράσταση που μας δίνει γι’αυτόν η μαρτυρία των αισθήσεών μας […]. Ο ψυχικός χαρακτήρας των ακουστικών μας εικόνων φαίνεται καθαρά, όταν παρατηρούμε τον δικό μας λόγο. Χωρίς να κινούμε τα χείλη ούτε τη γλώσσα, μπορούμε να μιλάμε στον εαυτό μας ή να απαγγέλλουμε ένα αριθμό στίχων». Άρα, ο δεσμός σημαινομένου- σημαίνοντος, για τον οποίον έγινε λόγος προηγουμένως, αποτελεί συμβατική σχέση δύο  εσωτερικών  στοιχείων.

Σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή  της  γλωσσικής  επιστήμης,  οι  μεταβολές  που εμφανίζει μια γλώσσα σε φωνολογικό επίπεδο δεν είναι τυχαίες, αλλά υπακούουν σε συγκεκριμένους νόμους, τους φωνολογικούς. Στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, οι  φωνολογικοί  νόμοι  αποτελούν  γενικούς  κανόνες  που  ρυθμίζουν   σε   ορισμένη χρονική   φάση   μιας   γλώσσας    τις    φωνολογικές    μεταβολές    και    ερμηνεύουν επιστημονικά την παρουσία αυτού ή εκείνου του  φωνήματος  σε  διαφόρους  τύπους. Για  παράδειγμα,  δεν  είναι  συμπτωματική  η  εμφάνιση   του   -θ-   στον   τύπο   του μέλλοντα   θρεξούμαι   της  Αρχαίας  έναντι   του   -τ-   στον   αντίσττοιχο   ενεστωτικό  τρέχω.  Ο πρώτος τύπος δημιουργήθηκε από αρχική ρίζα *θρεχ-  ως εξής:  *θρεχ-σούμαι > θρεκ-σούμαι  > θρεξούμαι.  Πιο συγκεκριμένα, στον τύπο  *θρεχ-σούμαι  λειτούργησε ένας παλιός φωνολογικός νόμος, αυτός της  αποδάσυνσης ή  αηχοποίησης,  σύμφωνα με τον οποίον τα  -β-, -φ-  και  -γ-, -χ-&  της Αρχαίας, όταν βρεθούν σε περιβάλλον προ  -σ-  ή  -τ-, τρέπονται στα αντίστοιχα ψιλά. Άρα, το  -χ-  του *θρεχ-σούμαι,  επειδή ακολουθούνταν από το  -σ-,  έχασε τη δασύτητά του, ετράπη σε  -κ-  και έδωσε τον τύπο  θρεξούμαι.  Ενώ η εξέλιξη του τύπου  τρέχω,  που επίσης ανάγεται σε ρίζα *θρεχ-,  είναι η ακόλουθη: *θρέχ-ω  >  τρέχ-ω.  Πιο συγκεκριμένα, ο ενεστωτικός αυτός τύπος ερμηνεύεται από τη λειτουργία άλλου φωνολογικού νόμου, αυτού της  ανομοίωσης των δασέων,  γνωστού και ως «νόμου του Grassmann», σύμφωνα με τον οποίον σε περιβάλλον με δύο διαδοχικά δασέα το πρώτο από αυτά τρέπεται στο αντίστοιχο ψιλό. Επομένως, στον αρχικό τύπο *θρέχ-ω,  που εμφανίζει δύο αλλεπάλληλα δασέα, το  -θ-  και το  -χ-,  το  -θ-  ετράπη σε  -τ-  και έδωσε τον γνωστό ρηματικό τύπο  τρέχω.  Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι φωνολογικοί νόμοι που ερμηνεύουν γλωσσολογικά την εμφάνιση των φωνημάτων σε διαφόρους τύπους. Η ετυμολόγηση των λέξεων που δεν βασίζεται στη λειτουργία των νόμων αυτών δεν έχει επιστημονικό χαρακτήρα. Ο Χατζιδάκις (1915α: 101-102) επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «κηρύσσεται απαράδεκτος πάσα ετυμολογία όπως και πάσα άλλη ερμηνεία παραβαίνουσα γνωστούς και ανεγνωρισμένους φθογγικούς νόμους, αν μήτε δια της αρχής των αναλογιών μήτε δια του δανεισμού μήτε κατά τινα άλλον τρόπον τυγχάνη της προσηκούσης αιτιολογίας και ερμηνείας». Για παράδειγμα, η αναγωγή των τύπων  άνθρωπος, ήλιος, Δήμητρα  και  Ποσειδών  σε φράσεις όπως  άνω θρειν, αεί ειλείν ιών, διελείν την γην  και  την πόσιν δεσμείν  αντίστοιχα, είναι αυθαίρετη, γιατί δεν εξηγεί με βάση κάποιον γνωστό από τη γλωσσική επιστήμη νόμο ή με κάποιον άλλον τρόπο τις φωνολογικές μεταβολές που ρυθμίζουν την εμφάνιση καθενός από τα φωνήματα στις τέσσερεις αυτές λέξεις.

Με βάση τα παραπάνω, μπορούν να κριθούν μερικές ετυμολογίες δημοσιευμένες σε έντυπα που υποτίθεται ότι προβάλλουν την Ελληνική. Μια περίπτωση είναι αυτή του συντάκτη ενός άρθρου που περιλαμβάνεται στο περιοδικό  Ελληνική, διεθνής γλώσσα  του  Οργανισμού για τη Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας  (τόμ. Γ΄, τεύχος 4 (32), Οκτωβρίου- Δεκεμβρίου 1997). Ο αρθρογράφος αυτός επιχειρεί την ετυμολόγηση μερικών λέξεων της Ελληνικής ακριβώς κατά το πρότυπο του  Κρατύλου.  Τα όσα γράφει αποτελούν, βεβαίως, κραυγαλέα δείγματα παρετυμολογίας. Χαρακτηριστικά για τη μέθοδο που ακολουθεί είναι  τα  ακόλουθα παραδείγματα:  ρίζα  < «η ροή της ζωής»,  φωνή  < «το φως του νοός»,  Δανάη  < «δύναμις νοός» ή «διάνοια»,  Περσεύς  < «το πυρ το εσωτερικόν»... Όμοια και η μέθοδος του Αντώνη Αναστασάκη, του  Ιδεοθεάτρου, σύμφωνα με τον οποίον ο  αριθμός  είναι «ο άριστος θυμός» ( Τηλεάστυ,  18.5.2003). O Εμμανουήλ Ροΐδης (1893: 6-7, βλ. και Χάρη 2001: 123) κατέκρινε ανάλογα φαινόμενα ερασιτεχνισμού που είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν με τα ακόλουθα: «ουδ’έχει τι κοινότερον η σήμερον γλωσσική επιστήμη προς τους πρώην θηρευτάς ετυμολογιών, οίτινες εις μόνην την συγγένειαν του ήχου και την τυχαίαν σύμπτωσιν σημασίας προσέχοντες, παρήγον το rosa εκ του  ρα  και  όζω,  το baron από του  βαρώ,  δια τον λόγον “ότι ο βαρόνος είναι πρόσωπον βαρύτητος μεγάλης” [...] και το γερμανικόν Gasterey (εστιατόριον) εκ του  γαστήρ,  “διότι χάριν αυτής παρασκευάζονται τα συμπόσια” [...], ενώ άλλοι επρότεινον ως επιχείρημα υπέρ της μονογλωσσίας του ανθρωπίνου γένους, ότι ελληνίζουσι φυλαί τινες αμερικανών αγρίων, καλούντων mata και potamas τα  όμματα  και τον  ποταμόν [...]. Τους κατά ταύτην ετυμολογούντας ή μάλλον ετυμολογήσαντας χλευάζει ο Ουίθνεϋ ανηλεώς, παρομοιάζων προς φυσιοδίφας “ικανούς να συγκατατάξωσι καθ’ομοιότητα χρώματος πράσινα φύλλα, πράσινα όστρακα και πράσινα πτερά”». Ένας τέτοιος «φυσιοδίφης» είναι γνωστός παρουσιαστής εκπομπής στο Seven και αρθρογράφος του  Δαυλού,  ο οποίος με κάθε σοβαρότητα ετυμολογεί το άκλιτο-παιδικό  κουπεπέ  από το  ...κούπα, ω παι! Φυσικά, δεν τον απασχολεί το γεγονός ότι η λέξη  κούπα  είναι μεταγενέστερο δάνειo από το λατ. cup(p)a και ότι απέκτησε τη σημερινή σημασία μόλις τη μεσαιωνική περίοδο, ενώ στους ελληνιστικούς χρόνους σήμαινε «βαρέλι» (βλ. ΛΙΤΡ, λ.  κούπα). Κάποιος από τους «αρχαιολάτρες» ενός δικτυακού χώρου ομολόγησε ότι η ως άνω ετυμολογία τού φάνηκε τραβηγμένη. Ωστόσο, η ομολογία αυτή δεν αρκεί, αφού δεν πρόκειται για αθώο λάθος, αλλά για ξεκάθαρο δείγμα της ιδεολογικής χρήσης της ετυμολογίας. Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε.

Τέλος, ας σημειωθεί ότι ο εκδότης της  Ελληνικής Αγωγής  Άδωνις Γεωργιάδης δηλώνει δημαγωγικά και δήθεν πατριωτικά (εφημ.  Ελληνική Αγωγή,  φύλλο Νοεμβρίου 1999) ότι δεν ακολουθεί τον δρόμο της σύγχρονης, «ξενόφερτης» γλωσσολογίας, αυτόν που ανοίχτηκε στη δυτική Ευρώπη τον 19ο αι., αλλά αυτόν που ξεκινάει με τους αρχαίους Έλληνες κι ότι εξακολουθεί να εμπιστεύεται τη σοφία τους. Ωστόσο, ο Σέξτος Εμπειρικός, π.χ., που σύμφωνα με τα προαναφερθέντα απορρίπτει τη φυσική σχέση σημαινομένου-σημαίνοντος, αποτελεί κομμάτι της  ελληνικής  γραμματείας. Τα κείμενά του και οι θέσεις του δεν είναι «ξενόφερτα», όπως του Saussure, αν αυτό είναι το θέμα που θα πρέπει να μας απασχολήσει. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τον Αριστοτέλη, ο οποίος, όπως θα δούμε παρακάτω (Α΄, 2.3), επίσης υποστηρίζει τη  συμβατική  προέλευση της γλώσσας. O Γεωργιάδης κατά δήλωσή του εμπιστεύεται την αρχαιοελληνική σοφία. Αρχαίος Έλληνας, όμως, ήταν και ο Αριστοτέλης, ο φιλόσοφος που υποστηρίζει σε γενικές γραμμές και τηρουμένων των αναλογιών ό,τι διδάσκουν και οι γλωσσολόγοι σήμερα ως προς το συζητούμενο θέμα, ότι δηλ. η σχέση σημασίας και μορφής των λέξεων  δεν είναι φυσική !


 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

 

1