Ένας
εργάτης Απεραθίτης, ερασιτέχνης
οργανοπαίχτης, με το τουμπάκι του
κινείται σαν οδηγός στα ορυχεία.
Το
τουμπάκι, όργανο λαϊκό, που παίζει
στις γιορτές (διονυσιακές των
κουδουνάτων της Απειράνθου), ο
σκηνοθέτης το χρησιμοποιεί σαν
ταμπούρλο, κινούμενος ίδιος σαν
φάντασμα μέσα στις
εγκαταλειμένες στοές και έξω από
τις σκουριασμένες εγκαταστάσεις,
απομεινάρεια ενός βιομηχανικού
μεγαλείου στις αρχές του αιώνα.
Μοιάζει
σα να θέλει να ζωντανέψει κάτι που
έχει τελειώσει ή που φένεται
τελειωμένο στους
γραφειοκρατικούς εγγεφάλους ενός
σύγχρονου κράτους.
Έτσι
αναπαριστά την εξόρυξη,
φιλμάροντας πρόσωπα εργατών την
ώρα της δουλείας, χέρια που
ψαχουλεύουν στο ημίφως το μάρμαρο,
για το πολύτιμο ορυκτό της
σμύριδας, λυχνάρια που
τρεμοσβύνουν και απ’ την άλλη,
βλέποντας δύο γέρους στο χωριό
παλιούς εργάτες, να αφηγούνται
ιστορίες των ορυχείων, νοσταλγεί
ένα χώρο (εξ’ ορισμού) χαμένο.
Παράλληλα,
χρησιμοποιώντας ένα ιδιαίτερα
ενδιαφέρον εύρημα (παιδάκια του
χωριού να κοιτάζουν τη κάμερα την
ώρα της συνέντευξης) κάνει πιο
ζωντανή πιο πραγματική την
αλήθεια του χώρου.
Στον
ήχο που συνοδεύει την εικόνα, ο
πρόεδρος της Απειράνθου Μανόλης
Γλέζος, αφηγείται και σχολιάζει
ελεύθερα, το γεγονός της εξόρυξης
της σμύριδας, (επιστημονικά και
ιστορικά τεκμηριωμένος λόγος)
προτείνοντας αισιόδοξες λύσεις
σε μια προπτική συνέχισης της
αξιοποίησης του χώρου.
Πρόκειται
για μια προτοφανή αντίθεση
εικόνας-λόγου, μια δομική
κατασκευή, που σε τέτοιες δεν μας
έχει συνηθίσει η ΕΤ1.
Ο
σκηνοθέτης Μάριος Καραμάνης,
κατάφερε να δείξει ότι η
τηλεόραση μπορεί και να μην είναι
ρουτίνα.
εφημ.
Δημοκρατικός Λόγος 25/6/1988.
|