ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

"Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια Στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου ε;"

Πριν μιλήσουμε για την Κατερίνα Γώγου σας προτείνουμε να κατεβάστε καινα ακούστε μελοποιημένους στίχους της που συνήθως υπάρχουν στην ιστοσελίδα της Εξέγερσης

Η οργή, το πάθος και παράλληλα η απέραντη ευαισθησία που εκπέμπει η φωνή της τα λένε όλα.

Η Κάτερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940 και έδωσε τέλος στην ζωή της το 1993.
Κάποιοι στίχοι της
"Πάει. Αυτό είταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
'Αρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα".

Στο σύντομο διάστημα της ζωής της εκδίδει τις ποιητικές συλλογές "Tρία κλίκ αριστερά "1978, "Ιδιώνυμο"1980, "Το Ξύλινο Πάλτο"1982, "Απόντες"1986, "Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών"1988, "Νόστος"1990.

Μερικοί χαρακτηριστικοί στίχοι της:
Από το "ΙΔΙΩΝΥΜΟ" 1978
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους...                                                                                     
τα περίπτερα πως κρυώνουνε                                                          
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπήσου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μς αλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας...

____________________________________
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει

___________________________________________________
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά                                                                                              
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
'Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
"Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

______________________________________________________
Τα σύνορα της πατρίδας μου
Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε
απ τα ψητοπωλεία του Μινιόν
περνάνε από τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα ...
Η ζωή από κει παίζει βρώμικο ξύλο με τη ζωή
στριμώγνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες
τους στρώνει στο " Θανάση " σημαδεμένη τράπουλα από χέρι
τους περνάει μπρασελέ και ματωμένους σουγιάδες
και μπότες γυαλιστερές πορτοκαλιές με 10 πόντους τακούνι
Ζόρικο αντριλίκι τα γεννητικά τους όργανα
τα Άγια των Αγίων κι αλλιώτικο φιλότιμο
ώσπου μια μέρα - Παρασκευή μπορεί -
τους ρίχνει από κοντά επιδέξιους κώλους
καρφώνουνε τον αντρισμό τους
τους φέρνει καπάκι
κι ύστερα ευνουχισμένοι με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο
με το μαντήλι που σκουπίστηκαν
ένα με την καφέ του ρίγα περιθώριο γύρω γύρω
πνίγουν με ισόβια
φωταγωγημένα καράβια εφοπλιστικά κεφάλαια ξωτικές
θάλασσες Παναμαικές σημαίες χρεωμένες τραγουδίστριες
και τα δικά τους ταξίδια στη θάλασσα με καρπουζόφλουδες
το ξεχειλωμένο μαγιώ απ το περίπτερο
και την τσατσάρα - πουτάνα ζωή - μαγκιά τους στο πλάι
- κανείς δεν ξέρει
- κανείς δεν είδε
19 20 21 χρονώ και τέλος .

_________________________________________________
Σ' ΟΣΟΥΣ ΣΠΑΣΑΝΕ Σ' ΟΣΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ
Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις. .

__________________________________________
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ
Ανάμεσα σ' αυτές /λέγω/ τις ξυραφισμένες εγκοπές
όπου οι άνθρωποι συνήθιζαν να ονοματίζουν
μάτια
εκεί όπου υπάρχει φυτρωμένος ένας μικρός τάφινος + σταυρός
και μια
μεγάλη γυναίκα καταθλιπτική με μαύρα γυαλιά
κι ένα καφέ λουρί σκύλου στο χέρι
σπάνε εκεί τις τελευταίες μέρες μου
μεγάλα σκοτεινά νερά σταλμένα από δυνάμεις σκοτεινές
καλώντας με να προχωρήσω...
Μπρούμυτα πεθαμένοι με σακάκια ανε6αίνουν σταυρωτά
μέσα από τα νερά
τάματα μπούστο πρησμένα
κολλάνε σα πεταλίθρες στο πίσω μέρος του κρανίου μου
εκεί όπου αρχίζει το τριχωτόν μου /πεινάνε
είναι πεινασμένοι όλοι τους /καταλα6αίνετε/ θέλουν να ζήσουν
κό6ουν εδώ πίσω με κοφτερές δαγκωνιές
την τελευταία μου κοινωνική μου άμυνα
αυτό που οι άνθρωποι συνήθισαν να ονοματίζουν
μυαλό μου
γι ' αυτό τώρα εμένα που με βλέπετε δεν τρώω δεν κλαίω δεν
φο6άμαι δεν 6λέπω δεν μιλώ δεν εκκενώνω δεν αντιστέκομαι
είμαι αυτάρκης και λεία των νεκρών φωσφορίζουσα
θα προχωρήσω.

____________________________________________________
Η ζωή μας είναι σουγιάδες
Σε βρώμικά αδιέξοδα
Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…
Πάνω – κάτω. Πάνω – κάτω, η Πατησίων.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή
Ξευτίλα - μοναξιά - απελπισία
Κι ανάποδα
Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας
Και καπνίζουμε….
Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά…

______________________________________________________
Τρία κλικ αριστερά..1, (αποσπάσματα).
Καλημέρα γιατρέ μου.
Μη.
Μη σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ - ξέρετε τώρα εσείς -
Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο
βολέψτε με τέλος πάντων με τους ομοίους σας
περάστε με στους χαφιέδες σας
πηδήξτε με αν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.
Τσάκω τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο
και φέρ’ τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή μου παλιόπουστε
κι όπου νάναι θα εκραγεί.
Μη. Μη σηκώνεστε γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.

______________________________________________
Θα 'ρθει καιρός
που θ' αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα 'ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ' έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα 'μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα' ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
...παρ' όλα αυτά Μαρία

___________________________________________________________
Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...